Γράφει ο Λευτέρης Χελιουδάκης

Το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του κάθε προσώπου και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν , είναι δύο ξεχωριστά δικαιώματα σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επειδή αρκετοί συγχέουν τα δύο αυτά δικαιώματα, το άρθρο αυτό αποσκοπεί στην αποσαφήνιση των αξιών που το καθένα προασπίζει με χρήση  απλής γλώσσας.

Το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κάποιου προσώπου έχει ως πυρήνα της προστασίας του την οικία αυτού του προσώπου, τις συνομιλίες του ή/και τις συναναστροφές του με άλλους, και τη προσωπικότητα του, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο σύνολό της.

Το εν λόγω δικαίωμα δεν έχει ισχύ μόνο πίσω από κλειστές πόρτες. Αντιθέτως μπορεί να εκφράζεται και να προστατεύεται και σε δημόσιους χώρους.

Το δικαίωμα στη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν κάποιο πρόσωπο, σχετίζεται αποκλειστικά με την επεξεργασία αυτών των δεδομένων.
Σκοπός του είναι η παροχή νομικής προστασίας κατά οποιασδήποτε ανάρμοστης επεξεργασίας των δεδομένων αυτών.

Έχοντας διαβάσει τους άτυπους ορισμούς αυτών των δύο ξεχωριστών δικαιωμάτων μπορούμε πλέον να προχωρήσουμε στον εντοπισμό και την ανάλυση των διαφορών τους. Συγκεκριμένα, γίνεται αντιληπτό ότι το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του κάθε προσώπου, προστατεύει την κατοικία και τις επικοινωνίες του, και αφορά πολλές και διάφορες πτυχές της ζωής του. Είναι το δικαίωμα του καθένα από εμάς να επιλέγει πως ορίζει την ύπαρξή του.

Επίσης η προστασία αυτού του δικαιώματος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε μία σειρά από αλλά δικαιώματα, τα οποία σχετίζονται με τα ενδιαφέροντά μας, τις συναναστροφές μας, τα πιστεύω μας κ.ο.κ. Αντίθετα το δικαίωμα στη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μας αφορούν σχετίζεται αποκλειστικά με την επεξεργασία αυτή καθαυτή. Η εν λόγω επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μπορεί να αφορά τον πυρήνα του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του υποκειμένου των δεδομένων αυτών ή και όχι αναλόγως με την περίπτωση.

Ας δοκιμάσουμε να καταλάβουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα δύο Δικαιώματα, μέσα από ένα παράδειγμα. Θα χρησιμοποιήσουμε το σενάριο που υπάρχει στο Εγχειρίδιο Ευρωπαϊκού Δικαίου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, το οποίο έχει εκδοθεί από τον Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (EDPS), και το Συμβούλιο της Ευρώπης (σε συνεργασία με τη Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).  Το εγχειρίδιο βρίσκεται ελεύθερα διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα του FRA.

Εάν το λογιστήριο της εταιρίας στην οποία δουλεύεις διαθέτει έναν κατάλογο με τα ονόματα των υπαλλήλων της εταιρίας και τους μισθούς που τους αναλογούν, η καταγραφή αυτών των πληροφοριών από το λογιστήριο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία παρέμβαση στο δικαίωμα σου στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής σου. Εάν ωστόσο, στο ίδιο παράδειγμα, το λογιστήριο επέλεγε να μοιραστεί αυτή τη λίστα με κάποιον τρίτο, τότε θα μπορούσε εύκολα να θεμελιωθεί μια παρέμβαση στο δικαίωμα σου στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής σου.

Η παραβίαση του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής ενός προσώπου δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και την παραβίαση του δικαιώματος του στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, και το αντίθετο.

Αν και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρίνει ανάμεσα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του κάθε προσώπου και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, το Δίκαιο του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει διαφορετική προσέγγισή.

Συγκεκριμένα, το Δίκαιο του Συμβουλίου της Ευρώπης αντιλαμβάνεται τη προστασία των προσωπικών δεδομένων ενός προσώπου ως έκφανση του δικαιώματός του στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, όταν αυτά τα προσωπικά δεδομένα συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με την προσωπική ζωή του ατόμου.

Το Σύνταγμα της Ελλάδας με τη σειρά του διακρίνει αυτά τα δύο δικαιώματα. Έτσι, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αναγνωρίζεται στο Άρθρο 9Α του Συντάγματος (Προστασία Προσωπικών Δεδομένων), ενώ οι διάφορες πτυχές του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του κάθε προσώπου αναγνωρίζονται στο Άρθρο 9 (Άσυλο της κατοικίας), Άρθρο 19 (Απόρρητο επιστολών, ανταπόκρισης & επικοινωνίας), και Άρθρο 21 (Προστασία οικογένειας, γάμου, μητρότητας και παιδικής ηλικίας, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες).

Επομένως γίνεται αντιληπτό, ότι το Σύνταγμα της Ελλάδας διακρίνει μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων, ενώ μάλιστα προβλέπει την ύπαρξη διακριτών Συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών που προστατεύουν τα διακριτά έννομα αγαθά που απορρέουν από τα εν λόγω δικαιώματα.

Συγκεκριμένα, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) διασφαλίζει τη προστασία των προσωπικών δεδομένων, ενώ η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) διασφαλίζει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που ο αναγνώστης θα πρέπει να θυμάται είναι ότι τόσο η προστασία των προσωπικών του δεδομένων όσο και ο σεβασμός στην προσωπική του και οικογενειακή του ζωή αποτελούν Θεμελιώδη Δικαιώματά του, τα οποία προστατεύονται από αυθαιρεσίες του κράτους ή των ιδιωτών.