Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Το άρθρο 17 του νέου Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων καθιερώνει το δικαίωμα στη διαγραφή, το λεγόμενο «δικαίωμα στη λήθη». Σύμφωνα με τo άρθρo αυτό, το άτομο έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων και ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων έχει υποχρέωση να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη διαγραφή τους άμεσα και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Το δικαίωμα στη λήθη δεν κατοχυρώνεται για πρώτη φορά με την έναρξη ισχύος του νέου Κανονισμού. Είχε καθιερωθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με την Οδηγία της ΕΕ 1995/46. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη από το 2014 έχει αποφανθεί υπέρ της ύπαρξης του σχετικού δικαιώματος στην απόφαση Google Spain v AEPD and Mario Costeja González.

Με βάση το άρθρο 17 του νέου Κανονισμού, ο υπεύθυνος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων έχει την υποχρέωση να προβεί σε διαγραφή τους και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να το αξιώσει από αυτόν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) τα προσωπικά δεδομένα δεν είναι πλέον αναγκαία για τον σκοπό που αρχικά συλλέχθηκαν,

β) ο ενδιαφερόμενος ανακαλεί τη συγκατάθεσή του να επεξεργαστούν τα προσωπικά δεδομένα του, και η επεξεργασία τους δε μπορεί να βασιστεί σε άλλη νομική βάση,

γ) ο ενδιαφερόμενος αντιτάσσεται κατά της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του όταν αυτά επεξεργάζονται για την απευθείας εμπορική προώθηση προϊόντων,

δ) ο ενδιαφερόμενος αντιτάσσεται κατά της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του όταν αυτά επεξεργάζονται με βάση το δημόσιο συμφέρον, ή την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου επεξεργασίας και τρίτων, και δεν υπάρχουν επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία,

ε) τα προσωπικά δεδομένα του ενδιαφερόμενου επεξεργάζονται παράνομα.

στ) τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να διαγραφούν εξαιτίας υποχρεώσεων που έχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας τους με βάση το δίκαιο της ΕΕ ή το δίκαιο του κράτους στο οποίο υπόκειται.

ζ) τα προσωπικά δεδομένα αφορούν παιδί και συλλέχθηκαν αναφορικά με τη παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών σε αυτό.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι το δικαίωμα στη λήθη δεν είναι απόλυτο. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ζητά τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων του από το διαδίκτυο, δε συνεπάγεται τη διαγραφή τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Google, η εταιρεία τα τελευταία 3 χρόνια έχει λάβει 720.000 αιτήματα διαγραφής προσωπικών δεδομένων και έχει προχωρήσει στην ικανοποίηση του 43% των αιτημάτων.

Σε μία περίπτωση κατάσχεσης σπιτιού λόγω χρεών ή μια απόλυση που είχαν λάβει χώρα πριν πολλά χρόνια, το σχετικό αίτημα κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει δεκτό. Σε μία περίπτωση ποινικής καταδίκης για ένα ειδεχθές έγκλημα, αυτό είναι μάλλον απίθανο –εξάλλου, αυτό θα εμφανίζεται για πάντα στο ποινικό μητρώο του δράστη.

Τι θα συμβεί όμως στην περίπτωση μίας παλιάς κατηγορίας για ένα κακούργημα, το οποίο ποτέ δεν αποδείχθηκε;

Ή στην περίπτωση μίας πρόσφατης χρεωκοπίας;

Ή, τέλος, στην περίπτωση που κάποιος έχει εκφράσει δημόσια πολιτικές απόψεις, τις οποίες θέλει τώρα να ανακαλέσει;

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνεται στάθμιση του δικαιώματος στη λήθη με την ελευθερία της έκφρασης, με το οικονομικό συμφέρον του επεξεργαστή των δεδομένων, καθώς και με το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή στο πλαίσιο του δικαιώματος στην πληροφόρηση. Η στάθμιση αυτή θα πρέπει να γίνεται κάθε φορά με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να προεξοφληθούν τα αποτελέσματά της. Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το δικαίωμα στη λήθη κατά κανόνα υπερισχύει του οικονομικού συμφέροντος του επεξεργαστή των δεδομένων, καθώς και του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση.

Σήμερα, βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μία ακόμη πολύ σημαντική υπόθεση, αυτή της Google εναντίον της Γαλλίας. Το πιο σημαντικό θέμα που έχει τεθεί στο Δικαστήριο είναι η παγκοσμιότητα του δικαιώματος στη λήθη. Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν το σχετικό δικαίωμα επεκτείνεται και εκτός των ορίων της ΕΕ. Το επιχείρημα της Γαλλίας υπέρ της επέκτασης είναι ότι χωρίς αυτή, το δικαίωμα στη λήθη καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Ακόμη και αν η Google υποχρεωθεί να διαγράψει ή να διορθώσει τα αποτελέσματα μίας αναζήτησής της στον ευρωπαϊκό χώρο, τα αποτελέσματα αυτά θα συνεχίσουν να εμφανίζονται στον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη, η Google επικαλείται την ελευθερία της έκφρασης, η οποία θα περιοριστεί σημαντικά, εάν το Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ της επέκτασης του δικαιώματος. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι σε μία τέτοια περίπτωση, απολυταρχικά καθεστώτα θα μπορούν να εφαρμόσουν τους νόμους τους κατά τρόπο ώστε να παγκοσμιοποιήσουν τους περιορισμούς που επιβάλλουν.

Για παράδειγμα, η Ταϋλάνδη θα μπορεί να εφαρμόσει τη νομοθεσία της που απαγορεύει οποιαδήποτε προσβολή κατά του βασιλιά της σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Google υποστηρίζει ότι πρέπει να επαφίεται στο κάθε κράτος να σταθμίζει ανάμεσα στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στην ελευθερία της έκφρασης. Σύμφωνα με την εταιρεία, κανένα κράτος δεν πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλει σε ένα άλλο κράτος τους νόμους του.

Είναι δεδομένο ότι και οι δύο πλευρές έχουν πολύ ισχυρά επιχειρήματα. Όποια και αν είναι η έκβαση της δίκης, ένα είναι σίγουρο: Το δικαίωμα στη λήθη μόλις κατοχυρώθηκε και είναι εδώ για να μείνει. Και αυτό γιατί εξασφαλίζει κάτι πολύ σπουδαίο: το δικαίωμα να ζει κάποιος χωρίς να έχει ένα τέλειο παρελθόν. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα να ζει κάποιος μία κανονική ζωή.

“Το δικαίωμα στη λήθη δεν είναι απόλυτο. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ζητά τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων του από το διαδίκτυο, δε συνεπάγεται τη διαγραφή τους.”