Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Όσοι είναι γεννημένοι μετά το 1990 είναι πολύ πιθανό να έχουν αφήσει ίχνη της ανήλικης ζωής τους στο διαδίκτυο. Όσο νεότερος ο χρήστης, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες. Ειδικά για όσους έχουν γεννηθεί λίγο πριν το 2000, το ερώτημα δεν αφορά στο αν έχουν αφήσει ίχνη, αλλά στο πόσα ίχνη άφησαν.

Σύμφωνα με τη UNICEF, κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, 2 παιδιά χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για πρώτη φορά στην ζωή τους. Σήμερα βλέπουμε παιδιά που μόλις έχουν μάθει να περπατούν και ακόμη δυσκολεύονται να κλωτσήσουν μία μπάλα, να χειρίζονται με χαρακτηριστική ευκολία ένα smartphone ή ένα tablet. Τα παιδιά και οι έφηβοι είναι τόσο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, ώστε συχνά και οι γονείς τους να δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν και να επιβλέπουν τις δραστηριότητές τους –ειδικά αν οι ίδιοι δεν έχουν ιδιαίτερα καλή σχέση με την τεχνολογία.

Η ευκολία της πρόσβασης στο διαδίκτυο έχει αναμφίβολα θετικό αντίκτυπο στα παιδιά και στους εφήβους. Μέσα από την οθόνη του κινητού, του tablet ή του υπολογιστή τους τούς ανοίγεται ένα παράθυρο στον κόσμο. Οι νέοι πλέον δεν αντλούν πληροφορίες και παραστάσεις μόνο από το σχολείο, την οικογένεια, το φροντιστήριο και την ομάδα στην οποία αθλούνται.

Με μερικά μόνο “κλικ” ή αγγίγματα της οθόνης αφής έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και εικόνες, οι οποίες για τις προηγούμενες γενιές ήταν ασύλληπτες. Αυτό τους δημιουργεί μία επιπρόσθετη ανάγκη: να είναι και οι ίδιοι μέρος αυτού του ψηφιακού κόσμου. Δύσκολα συναντά κάποιος έφηβο, ο οποίος δε διατηρεί τουλάχιστον ένα λογαριασμό σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι νέοι δείχνουν έτοιμοι να δημοσιοποιήσουν ένα κομμάτι της ιδιωτικής τους ζωής προκειμένου να γίνουν αρεστοί και αποδεκτοί και, εν τέλει, τμήμα της ψηφιακής πραγματικότητας.  Πολλές φορές το κομμάτι αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλο –ίσως μεγαλύτερο από ότι θα έπρεπε.

Έτσι βλέπουμε συχνά φωτογραφίες μεθυσμένων ή προκλητικά ντυμένων εφήβων, φωτογραφίες από την ερωτική τους ζωή και δημοσιεύσεις με ιδιαίτερα καυστικό περιεχόμενο, οι οποίες μπορεί να περιέχουν ύβρεις, να περιγράφουν παράνομες για την ηλικία τους δραστηριότητες ή να στοιχειοθετούν bullying.

Οι νέοι φαίνονται να αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι από τη στιγμή που κάποιο προσωπικό τους δεδομένο ανεβαίνει στο διαδίκτυο, στην πραγματικότητα δεν εξαφανίζεται ποτέ. Ακόμη και αν διαγραφεί από το δημόσιο προφίλ τους, παραμένει στις βάσεις δεδομένων των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης.

Αυτός ο φόβος ίσως οδήγησε και στη μεγάλη επιτυχία του Snapchat και των ιστοριών στο Instagram ανάμεσα στο εφηβικό κοινό. Τα δύο αυτά μέσα υπόσχονται παροδικότητα στη δημόσια εμφάνιση των δημοσιεύσεων που γίνεται μέσω αυτών, η οποία διαρκεί από 3 δευτερόλεπτα εώς 24 ώρες.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται όταν οι νέοι αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της αλόγιστης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επιθυμούν να εξαφανίσουν τα προσωπικά δεδομένα που έχουν μοιραστεί δημοσίως. Την απάντηση εδώ δίνει το δικαίωμα στη λήθη.

Το άρθρο 17 του νέου Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων προβλέπει ρητά ότι σε περίπτωση που τα «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν συλλεχθεί σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών απευθείας σε παιδί», ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή τους από τον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις το Facebook, το Instagram ή κάποιο άλλο μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός ορίζει ως ανώτατη ηλικία παιδιού τα 16 χρόνια. Τα κράτη μέλη μπορεί να ορίσουν διαφορετικά, αλλά σε καμία περίπτωση η ηλικία παιδιού δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα 13 χρόνια.

Μένει να δούμε τι θα ορίσει η ελληνική νομοθεσία ως ηλικία παιδιού, κατά την οποία προστατεύονται απόλυτα τα προσωπικά δεδομένα. Το δικαίωμα στη λήθη δεν το έχουν μόνο κατά τη διάρκεια της παιδικής ή εφηβικής τους ζωής, αλλά το διατηρούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, σχετικά με προσωπικά δεδομένα που μοιράστηκαν όσο ήταν ακόμη παιδιά.

Το δικαίωμα στη λήθη παρέχει τη δυνατότητα τα νεανικά σφάλματα κάποιου να μην τον στιγματίζουν για πάντα. Οι εφηβικές αναμνήσεις είναι αδιαμφισβήτητα από τις πιο σημαντικές που συλλέγει ένας άνθρωπος στην ζωή του.

Ταυτόχρονα είναι, όμως, και από τις πιο προσωπικές. Πολλές από αυτές ανήκουν στον πυρήνα των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Τα άτομα τείνουν να κρατούν τις αναμνήσεις αυτές όσο πιο καλά φυλαγμένες μπορούν και επιτρέπουν μόνο σε ορισμένα πρόσωπα –αν όχι σε κανένα- να έχουν πρόσβαση και γνώση των εφηβικών και παιδικών τους παρασπονδιών και καθημερινών δραστηριοτήτων.

Το άρθρο 17 του νέου Κανονισμού έρχεται να τους ξαναδώσει αυτή τη δυνατότητα διαφύλαξης των αναμνήσεων τους και να τους επιστρέψει τη δυνατότητα διαχείρισης των προσωπικών δεδομένων, που τα ίδια μοιράστηκαν κατά την εποχή της «αθωότητας» -αν μπορεί ακόμη να ονομάζεται έτσι.

«Οι νέοι φαίνονται να αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι από τη στιγμή που κάποιο προσωπικό τους δεδομένο ανεβαίνει στο διαδίκτυο, στην πραγματικότητα δεν εξαφανίζεται ποτέ.»