Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του αυτή, δημιουργεί νομολογία σύμφωνα με την οποία η Google οφείλει να διαγράφει προσωπικά δεδομένα κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου.

Η υπόθεση Google Spain SL, Google Inc. v Agencia Española de Protección de Datos, Mario Costeja González (εν συντομία Google Spain κατά Costeja Gonzalez) κρίθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση εκδόθηκε στις 25 Ιουνίου 2013 και αποτελεί σημείο αναφοράς για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή.

– Το ιστορικό της υπόθεσης

Στις 5 Μαρτίου 2010 ένας Ισπανός πολίτης, ο Mario Costeja Gonzalez, υπέβαλλε αίτηση κατά μίας ισπανικής εφημερίδας, της Google Spain SL και της Google Inc., ενώπιον της Ισπανικής Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (AEPD).

Ο αιτών διαμαρτυρόταν ότι οποιοσδήποτε χρήστης του διαδικτύου πληκτρολογούσε το ονοματεπώνυμό του στη μηχανή αναζήτησης της Google, θα λάμβανε ως αποτέλεσμα δύο δημοσιεύματα ισπανικής εφημερίδας σχετικά με μία διαταγή εκπλειστηριασμού του  σπιτιού του. Ο αιτών ζητούσε η εφημερίδα να διαγράψει το όνομά του από τα σχετικά δημοσιεύματα και η Google να αφαιρέσει τα συγκεκριμένα προσωπικά του δεδομένα από τα αποτελέσματα που παρέχει στους χρήστες της.

Ισχυριζόταν ότι οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του σπιτιού του είχαν τερματισθεί οριστικά πολλά χρόνια πριν και οποιαδήποτε αναφορά σε αυτές δεν έχει καμία σχέση με το παρόν.

Η Ισπανική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων απέρριψε το αίτημα ως προς της ισπανική εφημερίδα, το έκανε όμως δεκτό ως προς τη Google. Σύμφωνα με την Αρχή, η εφημερίδα δεν υποχρεούνταν να ανακαλέσει τα δημοσιεύματα, καθώς τα τελευταία είχαν εκδοθεί νόμιμα κατά την ημερομηνία δημοσίευσής τους.

Αντίθετα, έκρινε ότι οι μηχανές αναζήτησης είναι επεξεργαστές προσωπικών δεδομένων και συνεπώς οι Google Spain και Google Inc. όφειλαν να προβούν σε διαγραφή προσωπικών δεδομένων, κατόπιν του αιτήματος του ενδιαφερομένου. Η Αρχή βάσισε την απόφασή της στην Οδηγία 1995/46 της ΕΕ.

Κατόπιν τούτου, οι Google Spain και Google Inc. άσκησαν έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Ισπανικού Ανώτατου Δικαστηρίου. Το τελευταίο απευθύνθηκε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτοντας του μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ορθή εφαρμογή της Οδηγίας.

Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούσαν στο αν η Google εμπίπτει στην έννοια του επεξεργαστή δεδομένων και επίσης αν, ως μία Ευρωπαϊκή εταιρεία, εμπίπτει στις διατάξεις της Οδηγίας. Σε περίπτωση θετικής απάντησης, ζητούνταν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να προσδιορίσει την ευθύνη της Google ως επεξεργαστή δεδομένων και να κρίνει εάν ένας πολίτης έχει το δικαίωμα να ζητήσει από την Google να διαγράψει τα προσωπικά του δεδομένα, δηλαδή δικαίωμα στη λήθη. (λινκ για άρθρο “Δικαίωμα στη Λήθη”)

– Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η Google είναι πράγματι επεξεργαστής δεδομένων, καθώς «συλλέγει προσωπικά δεδομένα, τα οποία στη συνέχεια καταγράφει, οργανώνει και αποθηκεύει στους διακομιστές της» και καθώς προσδιορίζει τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας δεδομένων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Google Spain αποτελεί στην ουσία θυγατρική της Google Inc και συνεπώς η Google Inc. υπόκειται στην Οδηγία της ΕΕ.

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία της απόφασης αφορά στις νομικές υποχρεώσεις που υπέχουν οι μηχανές αναζήτησης, όπως η Google, σύμφωνα με την Οδηγία. Το Δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι οι μηχανές αναζήτησης έχουν δικαίωμα να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εξυπηρετηθεί το έννομο συμφέρον του κατόχου των δεδομένων ή τρίτων μερών.

Το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο. Μπορεί να περιοριστεί όταν προσβάλλονται τα συμφέροντα ή τα θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου –ιδίως το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα οικονομικά συμφέροντα της μηχανής αναζήτησης δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετά ώστε να περιορίσουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή κατά κανόνα υπερέχει του δημοσίου συμφέροντος για πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα κάποιου μη δημοσίου προσώπου.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει αναμφίβολα έννομο συμφέρον να αρνηθεί τη δημοσίευση των δεδομένων του, ακόμη και αν η δημοσίευση δεν είναι επιβλαβής για το ίδιο. Το δικαίωμά του αυτό βασίζεται στο δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή.

Συνεπώς, το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων –στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κ. Costeja Gonzalez- δύναται να αξιώσει τη διαγραφή των δεδομένων του, αν οι πληροφορίες που δημοσιεύονται είναι «ανεπαρκείς, άσχετες ή όχι πλέον σχετικές, ή υπερβολικές σχετικά με τους σκοπούς [της επεξεργασίας] και σε συνάρτηση με το χρόνο που έχει παρέλθει». Σε αυτή την περίπτωση το υποκείμενο έχει το σχετικό δικαίωμα, αλλά και ο κάτοχος των δεδομένων έχει την υποχρέωση να προβεί στη διαγραφή των δεδομένων.

Το Δικαστήριο με αυτή του την απόφαση έκρινε ότι ο Mario Costeja Gonzalez είχε δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή των δεδομένων του από την Google, ενώ η τελευταία είχε υποχρέωση να προβεί στη σχετική διαγραφή. Αυτή η απόφαση συνεπώς αναγνώρισε το δικαίωμα στη λήθη για τα υποκείμενα των δεδομένων και ταυτόχρονα τη σχετική υποχρέωση του κατόχου των δεδομένων.

– Σχολιασμός της απόφασης

Η απόφαση αυτή είναι μείζονος σημασίας, καθώς αποτελεί δεδικασμένο πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχτούν μετέπειτα αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επίσης στο σκεπτικό της ή ακόμη και στις απόψεις της μειοψηφίας μπορούν να βασιστούν και αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων σε συναφείς υποθέσεις.

Ήδη βλέπουμε ότι ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (GDPR) θεμελιώνει το δικαίωμα στη λήθη, κατά τρόπο ο οποίος αποτελεί λογική συνέχεια της εν λόγω απόφασης. Είναι επομένως πολύ σημαντικό να γίνει ένας σχολιασμός της απόφασης.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η απόφαση δε φαίνεται να διαχωρίζει ανάμεσα στις συνέπειες της αφαίρεσης δεδομένων από μία μηχανή αναζήτησης και στην αντίστοιχη αφαίρεση από μία ιστοσελίδα. Η δημοσίευση δεδομένων σε μία μεμονωμένη ιστοσελίδα έχει πολύ μικρότερες συνέπειες για το δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικής ζωής και την προστασία των προσωπικών δεδομένων ενός ατόμου από την αντίστοιχη δημοσίευση σε μία μηχανή αναζήτησης.

Η δυνατότητα της μηχανής αναζήτησης να συλλέξει πληροφορίες, να τις αθροίσει, να τις δημοσιεύσει σε σύνολο και κατά συνέπεια να δημιουργήσει ένα ολόκληρο προφίλ για το χρήστη είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει από μία μεμονωμένη ιστοσελίδα. Η μηχανή αναζήτησης επίσης κατά κανόνα χρησιμοποιείται από πολύ περισσότερους χρήστες από μία ιστοσελίδα.

Συνεπώς, τα δεδομένα που δημοσιεύονται σε μία μηχανή αναζήτησης είναι προσβάσιμα σε πολύ μεγαλύτερο κοινό και μπορούν να δημιουργήσουν μία ολόκληρη ψηφιακή προσωπικότητα για ένα άτομο. Αυτό το σκεπτικό χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο κατά την έκδοση της απόφασης.

Κατά την ίδια λογική, η αφαίρεση δεδομένων από μία μηχανή αναζήτησης έχει πολύ πιο σημαντικές συνέπειες από την αφαίρεση δεδομένων από μία ιστοσελίδα. Η πρώτη επηρεάζει με πολύ πιο ουσιώδη τρόπο το δικαίωμα στην πρόσβαση σε πληροφορίες.

Όταν κάποιος αναζητά πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, είναι πολύ πιο πιθανό να αναζητήσει αυτές τις πληροφορίες πληκτρολογώντας το όνομα του συγκεκριμένου προσώπου σε μία μηχανή αναζήτησης παρά να το αναζητήσει σε κάθε ιστοσελίδα στην οποία πιθανολογεί ότι το όνομα αυτό μπορεί να αναφέρεται.

Επομένως, αν τα προσωπικά δεδομένα κάποιου ατόμου αφαιρεθούν από μία μηχανή αναζήτησης, το δικαίωμα του ατόμου αυτού για την προστασία της προσωπικής ζωής και των προσωπικών του δεδομένων προστατεύεται με πολύ διαφορετικό και ουσιώδη τρόπο από την περίπτωση που τα δεδομένα αυτά αφαιρεθούν από μία ιστοσελίδα. Αντίστοιχα όμως, επηρεάζεται και το δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση σε πληροφορίες, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Παρότι το Δικαστήριο τόνισε τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην επεξεργασία δεδομένων από μία μηχανή αναζήτησης και από μία ιστοσελίδα, δεν αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο το δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση σε πληροφορίες, το οποίο επηρεάζεται με διαφορετικό τρόπο στις δύο περιπτώσεις.

Επίσης, το Δικαστήριο φαίνεται να αντιμετωπίζει μόνο τους λόγους δημοσίου συμφέροντος ως ικανούς να περιορίσουν τα δικαιώματα στο σεβασμό της προσωπικής ζωής και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το δικαίωμα στην πρόσβαση στις πληροφορίες θα έπρεπε να αναφέρεται και να χρησιμοποιείται ως λόγος περιορισμού των ανωτέρω δικαιωμάτων.

Η προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι μείζονος σημασίας. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να είναι απόλυτη. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες άλλα δικαιώματα –και όχι μόνο λόγοι δημοσίου συμφέροντος- υπερτερούν και θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση που γίνεται. Συνεπώς, το Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει συμπεριλάβει και το δικαίωμα στην πρόσβαση σε πληροφορίες ως δικαίωμα που πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα στη λήθη.

Το αποτέλεσμα στην εν λόγω υπόθεση λογικά δε θα ήταν διαφορετικό. Όμως η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να έχει σοβαρές προεκτάσεις σε μελλοντικές υποθέσεις. Για αυτό το λόγο, θα έπρεπε να έχει συμπεριλάβει τη συγκεκριμένη σκέψη και να έχει αναφερθεί ενδελεχέστερα στο Άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατά τη λήψη της απόφασης.

Η προστασία του δικαιώματος στην προσωπική ζωή και των προσωπικών δεδομένων κατά κανόνα προέχει του δικαιώματος του κοινού για πρόσβαση σε πληροφορίες. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο δικαιώματα θα πρέπει να σταθμίζονται από το Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα στοιχεία και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Ένα πολύ σημαντικό σημείο το οποίο η απόφαση δεν αποσαφήνισε είναι η γεωγραφική εφαρμογή του δικαιώματος στη λήθη, δηλαδή αν το δικαίωμα στη λήθη βρίσκει εφαρμογή και εκτός των ορίων της ΕΕ. Πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπάρχουν υπέρ και των δύο απόψεων. Το θέμα αναμένεται να αποσαφηνιστεί στην εκκρεμούσα ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου υπόθεση Google κατά Γαλλίας.

Επίσης πολλή κριτική έχει ασκηθεί στο Δικαστήριο εξαιτίας της διευρυμένης έννοιας που έδωσε στην έννοια του «διαχειριστή προσωπικών δεδομένων». Σύμφωνα με την κριτική αυτή διαχειριστές προσωπικών δεδομένων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όχι μόνο οι μηχανές αναζήτησης, αλλά και οι χρήστες τους.

Η κριτική αυτή είναι πλέον χωρίς αντικείμενο, καθώς ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων φαίνεται να ορίζει επαρκώς την έννοια του «διαχειριστή προσωπικών δεδομένων». Σαφώς, η εφαρμογή του Κανονισμού από το Δικαστήριο σε μελλοντικές υποθέσεις αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η απόφαση Google Spain κατά Costeja Gonzalez αποτελεί ορόσημο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Google, η οποία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους επεξεργαστές προσωπικών δεδομένων, έχει δημιουργήσει ένα σύστημα για την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση των χρηστών της στο δικαίωμα στη λήθη (μπορείτε να έχετε πρόσβαση στη σχετική φόρμα της Google κάνοντας κλικ εδώ).

Ταυτόχρονα, το δικαίωμα στη λήθη κατοχυρώνεται στο Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Όλοι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων υποχρεούνται πλέον να το σεβαστούν και όλα τα υποκείμενα προσωπικών δεδομένων μπορούν να το απολαύσουν, στα πλαίσια βέβαια συγκεκριμένων περιορισμών. Ο κύριος Costeja Gonzalez – εσκεμμένα ή μη- βοήθησε στη θεμελίωση ενός δικαιώματος, το οποίο θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε.