Γράφει ο Μάνος Παπαδάκης

Κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου για να πας στην δουλειά και ίσως να πιστεύεις ότι αφήνεις πίσω σου και την ιδιωτικότητά σου. Όμως, ο σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του κάθε προσώπου δεν είναι ένα δικαίωμα που έχει ισχύ μόνο πίσω από κλειστές πόρτες. Αντίθετα, η ιδιωτικότητά σου προστατεύεται τόσο σε δημόσιους χώρους όσο και στο χώρο της εργασίας σου.

Όχι μόνο το σπίτι σου, αλλά επίσης και οι συνομιλίες σου και οι συναναστροφές σου με άλλους ανθρώπους, και ακόμη και η προσωπικότητα σου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο σύνολό της, αποτελούν πυρήνα του δικαιώματος σου στο σεβασμό της ιδιωτικής σου και της οικογενειακής σου ζωής.

Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι παραθέτοντας με απλό τρόπο συγκεκριμένα παραδείγματα μέσα από την Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομολογία και νομοθεσία, να σε βοηθήσει να αντιληφθείς τον τρόπο με τον οποίο το δικαίωμα σου στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής σου ζωής επεκτείνεται και στην εργασιακή σου ζωή.

Πριν ξεκινήσουμε την παράθεση των παραδειγμάτων, θα πρέπει να θυμάσαι καλά πως όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελλάδα απολαμβάνουν χάρη στις διατάξεις του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης τον σεβασμό της ιδιωτικής τους και της οικογενειακής τους ζωής.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την παράθεση των παραδειγμάτων! Μπορείς να επιλέξεις να διαβάσεις οποιαδήποτε από τις παρακάτω ενότητες σε ενδιαφέρει. Η κάθε ενότητα είναι αυτούσια και ολοκληρώνεται με ένα συμπέρασμα, το οποίο περιέχει τα πιο σημαντικά στοιχεία της κάθε ανάλυσης.

Η ιδανικότερη αφετηρία για την παράθεση των παραδειγμάτων μας είναι τα ίδια τα κείμενα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Εκεί, και συγκεκριμένα στο Άρθρο 52 του Χάρτη και στο Άρθρο 8 παρ.2 της ΕΣΔΑ, αποτυπώνεται η παραδοχή ότι οποιοσδήποτε περιορισμός στο δικαίωμα σου στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής θα πρέπει:

α) να προβλέπεται ρητά στη νομοθεσία,

β) να σέβεται το πυρήνα του δικαιώματος αυτού,

γ) να ανταποκρίνεται σε ένα στόχο γενικού ενδιαφέροντος που είναι αναγκαίος σε μία δημοκρατική κοινωνία (εθνική ασφάλεια, δημόσια ασφάλεια, πρόληψη ποινικών αδικημάτων, προστασία της δημόσιας υγείας ή προστασία δικαιωμάτων άλλων) και

δ) να είναι αναλογικός προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.

Τις ίδιες εγγυήσεις παρέχει και το Σύνταγμα της Ελλάδας. Έτσι, το Άρθρο 9 ορίζει ότι η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη και καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία των εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. Το άρθρο 19 συμπληρώνει οτι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο και μόνο ο νόμος μπορεί να ορίσει τις εγγυήσεις με βάση τις οποίες η δικαστική εξουσία μπορεί να άρει το απόρρητο των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. (Η διαδικασία άρσης του απορρήτου και ο κατάλογος των κακουργημάτων για τα οποία επιτρέπεται αναφέρονται λεπτομερώς στις διατάξεις του Nόμου 2225/1994 όπως τελευταία ενημερώθηκε με τις διατάξεις του Ν.4531/2018).

Συμπέρασμα: Κανένας περιορισμός στο δικαίωμά σου στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής σου ζωής δεν μπορεί να είναι αυθαίρετος. Αν δεν προβλέπεται στο νόμο, αν δεν σέβεται έστω το περιεχόμενο του δικαιώματος, αν δεν είναι αναγκαίος για τη προάσπιση ενός στόχου γενικού ενδιαφέροντος (όπως η εθνική ασφάλεια ή διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων), και αν δεν είναι αναλογικός προς την επίτευξη αυτού του σκοπού, τότε δεν υφίσταται ως περιορισμός και είναι παράνομος. Οι ως άνω προϋποθέσεις θα πρέπει να εξετάζονται με τη σειρά που αναφέρθηκαν.

Φυσικά! Δεν στο λέμε εμείς αλλά η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Ακολουθώντας λοιπόν χρονολογική σειρά ας δούμε τι λένε οι δικαστές για αυτό το ζήτημα:

Είμαστε στο έτος 1992 και το ΕΔΔΑ αποφασίζει στην υπόθεση Niemietz κατά Γερμανίας ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται σε ένα εσωτερικό κύκλο δραστηριοτήτων. Αντίθετα, όπως αναφέρει το δικαστήριο στις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 30, η ιδιωτική ζωή μπορεί να σχετίζεται με τον εξωτερικό κόσμο και δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση δραστηριότητες επαγγελματικής και εργασιακής φύσης!

Όπως το δικαστήριο αναφέρει, η πλειοψηφία των ανθρώπων κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων έχουν ίσως τη μεγαλύτερη δυνατότητα να αναπτύξουν διαπροσωπικές σχέσεις.

Δεν είναι επομένως ποτέ εύκολο να τραβήξεις μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δραστηριότητες ενός ανθρώπου που αφορούν την προσωπική του ζωή και τις δραστηριότητες του ίδιου προσώπου που αφορούν την εργασιακή του ζωή.

Ακόμα, το δικαστήριο αναφέρει ότι δραστηριότητες οι οποίες είναι άκρως επαγγελματικές είναι πιθανόν να διεξάγονται στην οικία κάποιου, ενώ δραστηριότητες προσωπικής φύσεως είναι δυνατόν να διεξάγονται στο χώρο εργασίας κάποιου.

Συνεχίζοντας την παράθεση παραδειγμάτων πάνω σε αυτό το ζήτημα, είμαστε τώρα στο έτος 2000 και το ΕΔΔΑ αποφασίζει για την υπόθεση Amann κατά Ελβετίας. Στην αιτιολογική σκέψη 65, οι δικαστές αναφέρουν ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής δεν πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά. Επομένως, δεν εξαιρούνται δραστηριότητες εργασιακής και επαγγελματικής φύσης από την έννοια της.

Μάλιστα, το δικαστήριο συνεχίζει το σκεπτικό του αναφέροντας στις αιτιολογικές σκέψεις 65-67 οτι ο όρος προσωπικά δεδομένα αναμφισβήτητα σχετίζεται και με πληροφορίες που αφορούν την εργασία κάποιου προσώπου και η έννοια της ιδιωτικής ζωής σχετίζεται με αυτές τις πληροφορίες.

Τον ίδιο χρόνο, στην απόφαση Rotaru κατά Ρουμανίας το ΕΔΔΑ με την αιτιολογική σκέψη 43 οδηγείται στο ίδιο συμπέρασμα και τονίζει ότι η εργασιακές δραστηριότητες δεν εξαιρούνται από την έννοια της ιδιωτικής ζωής και οι διατάξεις της Σύμβασης 108 (= η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων) ορίζουν τα προσωπικά δεδομένα υπό ευρεία έννοια ακριβώς για να περιλαμβάνονται σε αυτά και πληροφορίες που αφορούν την εργασιακή ζωή κάποιου προσώπου.

To 2009 στην υπόθεση Bigaeva κατά Ελλάδας το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει και πάλι με την αιτιολογική σκέψη 23 ότι η επαγγελματική ζωή εμπλέκεται πολύ συχνά με την ιδιωτική ζωή με την στενή έννοια του όρου, κατά τρόπο ώστε να μην είναι πάντοτε ευχερές να διακρίνει κάποιος με ποια ιδιότητα το άτομο ενεργεί κάποια συγκεκριμένη στιγμή.

Επομένως, η έννοια της ιδιωτικής ζωής δεν αποκλείει τις επαγγελματικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα όταν αυτές έχουν αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο το άτομο σφυρηλατεί την κοινωνική ταυτότητά του με την ανάπτυξη σχέσεων με άλλους ανθρώπους.

Συγκεκριμένα, η επαγγελματική ζωή αποτελώντας τμήμα της ζώνης διάδρασης μεταξύ του ατόμου και των άλλων, μπορεί να υπάγεται στην ιδιωτική ζωή ακόμη και αν διαδραματίζεται μέσα σε ένα δημόσιο περιβάλλον.

Μεταφερόμαστε τώρα στο έτος 2010 και στην υπόθεση Volker und Markus Schecke και Hartmut Eifert κατά Land Hessen. Εκεί το ΔΕΕ συμφωνεί με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και με την αιτιολογική σκέψη 59 αναγνωρίζει ότι ο όρος ιδιωτική ζωή δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος για τον αποκλεισμό των επαγγελματικών δραστηριοτήτων από την έννοια του.

Τέλος, το 2013 το ΕΔΔΑ στην απόφαση Oleksandr Volkov κατά Ουκρανίας αναγνωρίζει με την αιτιολογική σκέψη 166 ότι η απόλυση από την θέση εργασίας επηρεάζει άμεσα την ιδιωτική ζωή του ατόμου καθώς επιφέρει επιπτώσεις στην υλική ευημερία του ίδιου του ατόμου και του οικογενειακού του περιβάλλοντος.

Συμπέρασμα: Δεν υφίσταται σαφής διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικής ζωής και εργασιακής ζωής και επομένως δεν είναι πάντοτε ευχερές να διακρίνει κανείς με ποια ιδιότητα το άτομο ενεργεί κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Ως επαγγελματίας αναπτύσσεις διαπροσωπικές σχέσεις και ο σεβασμός της ιδιωτικής σου ζωής δεν αποκλείεται από τις εργασιακές σου δραστηριότητες. Τέλος, οι πληροφορίες που αφορούν την εργασιακή σου ζωή αναγνωρίζονται ως προσωπικά σου δεδομένα.

Έως τώρα μάθαμε πότε μπορεί το δικαίωμά σου στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής να περιοριστεί και οτι δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ προσωπικής και εργασιακής ζωής. Τι συμβαίνει λοιπόν με τις επικοινωνίες σου ή την χρήση του διαδικτύου εν ώρα εργασίας;

Εδώ, και ξεκινώντας με το κομμάτι των επικοινωνιών,  τα παραδείγματα που θα χρησιμοποιήσουμε μας πάνε πίσω στο έτος 1978. Εκεί, στην πολύ σημαντική υπόθεση Κlass και λοιποί κατά Γερμανίας το ΕΔΔΑ έρχεται και ορίζει με την αιτιολογική σκέψη 60 οτι η ύπαρξη νομοθεσίας, η οποία παρέχει εξουσία μυστικής παρακολούθησης της αλληλογραφίας και των τηλεπικοινωνιών, θεωρείται απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία μόνο υπό εξαιρετικές συνθήκες,  και συγκεκριμένα για λόγους εθνικής ασφάλειας ή / και για την αποτροπή εγκληματικών πράξεων.

Η υπόθεση αυτή,  η οποία αφορά τη δράση μυστικών υπηρεσιών αποτελεί ορόσημο για τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά και με αποφάσεις που αφορούν και την παρακολούθηση συνομιλιών στο εργασιακό περιβάλλον από εργοδότες.

Με βάση το ίδιο σκεπτικό, το ίδιο σημαντική αποτελεί και η απόφαση του ΕΔΔΑ του έτους 1997 στην υπόθεση Halford κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 44 το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι τηλεφωνικές κλήσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα από το εργασιακό περιβάλλον δύναται να εμπίπτουν στην έννοια της ιδιωτικής ζωής.

Φτάνουμε τώρα στο έτος 2007 και την υπόθεση Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί, το Δικαστήριο στην αιτιολογική σκέψη 41 αναγνωρίζει ότι οι τηλεφωνικές κλήσεις, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των εργαζομένων από τον εργασιακό τους χώρο και η παρακολούθηση της διαδικτυακής δραστηριότητας των εργαζομένων καλύπτονται από την έννοια της ιδιωτικής ζωής.

Επίσης, με την σκέψη 48 το Δικαστήριο καταλήγει ότι εφόσον η δυνατότητα παρακολούθησης των τηλεφωνικών επικοινωνιών, των e-mail, και της χρήσης του διαδικτύου των εργαζομένων δεν προβλέπεται στο νόμο, ο εν λόγω περιορισμός του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων αυτών δεν είναι σύμφωνος με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος τους.

Το 2017, το ΕΔΔΑ δημοσίευσε την απόφασή του για την πολύ σημαντική υπόθεση Bărbulescu κατά Ρουμανίας. Με αυτήν, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως έκρινε ότι οι Ρουμανικές αρχές δεν είχαν προστατεύσει επαρκώς το δικαίωμα του κ. Bărbulescu στο σεβασμό της προσωπικής ζωής και της επικοινωνίας του.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 140-141 τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποτύχει να αποφασίσουν αν ο κ. Bărbulescu είχε λάβει προηγούμενη ειδοποίηση από τον εργοδότη του σχετικά με την πιθανότητα παρακολούθησης των επικοινωνιών του. Επίσης, δεν είχαν λάβει υπόψη τους το γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν είχε ενημερωθεί σχετικά με τη φύση ή την έκταση της παρακολούθησης ή για το βαθμό παραβίασης της προσωπικής του ζωής και επικοινωνίας. Ακόμη, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποτύχει να εκθέσουν, πρώτον, τους ακριβείς λόγους, οι οποίοι δικαιολογούσαν την εισαγωγή μέτρων παρακολούθησης, δεύτερον, αν ο εργοδότης μπορούσε να χρησιμοποιήσει μέτρα τα οποία θα παραβίαζαν σε μικρότερο βαθμό την προσωπική ζωή και την επικοινωνία του κ. Bărbulescu και, τρίτον, αν οι επικοινωνίες του μπορούσαν να ελεγχθούν εν αγνοία του.

Συμπέρασμα: Οι τηλεφωνικές κλήσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα από το εργασιακό περιβάλλον εμπίπτουν στην έννοια της ιδιωτικής ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των εργαζομένων καθώς και για την παρακολούθηση της διαδικτυακής δραστηριότητας τους.  Οποιοσδήποτε περιορισμός στο δικαίωμά σου στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής σου ζωής δεν μπορεί να είναι αυθαίρετος, αλλά πρέπει καταρχήν να προβλέπεται από τον νόμο. Η μυστική παρακολούθηση της αλληλογραφίας και των τηλεπικοινωνιών, θεωρείται απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία μόνο, υπό εξαιρετικές συνθήκες,  και συγκεκριμένα για λόγους εθνικής ασφάλειας ή / και για την αποτροπή σοβαρών εγκληματικών πράξεων.

Σε επίπεδο ελληνικών δικαστηρίων, ιδιαίτερα σημαντικές αποφάσεις αναφορικά με το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελούν η με αριθμό 1593/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμ. Δ΄- Επταμελές) και η με αριθμό 1/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Επειδή οι δύο αποφάσεις δεν βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους, θα περιορίσουμε την σύντομη ανάλυσή τους στις ανάγκες αυτού του άρθρου και δεν θα εστιάσουμε στις σημαντικές διαφορές τους και την διαφορετική αντίληψη που εκφράζουν όσον αφορά το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας.

Επομένως, το Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνωρίζει ότι με βάση το Σύνταγμα της Ελλάδας το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται έναντι πάντων (ιδιωτών ή φορέων δημόσιας εξουσίας), από κάθε είδους προσβολή και εκτείνεται στο σύνολο του επικοινωνιακού γεγονότος, καλύπτει, δηλαδή, όχι μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας (φωνή, κείμενο, εικόνα, ήχο, ιστοσελίδα κ.λπ.), αλλά και τα μεταδεδομένα της επικοινωνίας (όπως πληροφορίες για τον τόπο, το χρόνο, τη διάρκεια, τη μορφή και το είδος επικοινωνίας, στοιχεία προσδιοριστικά του μέσου με το οποίο διεξήχθη η επικοινωνία, στοιχεία ταυτότητας και διευθύνσεων επικοινωνούντων μερών κ.λπ.).

Κατά αυτόν τον τρόπο, με την προστασία του συνόλου του επικοινωνιακού γεγονότος (περιεχόμενο και μεταδεδομένα επικοινωνίας) από το απόρρητο της επικοινωνίας, ο συνταγματικός νομοθέτης εγγυάται ένα περιβάλλον ιδιαίτερα αυξημένης προστασίας της εμπιστευτικότητας κατά τη διεξαγωγή της επικοινωνίας και, συνακόλουθα, της ιδιωτικής ζωής.

Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος αναγνώρισε ότι εργασιακά e-mail τα οποία έχουν διαγραφεί και επαναφέρονται από τον σκληρό δίσκο του Η/Υ δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 του Συντάγματος (απαραβίαστο απορρήτου επιστολών και ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) ,αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 (άσυλο κατοικίας/ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου) και 9 Α αυτού (προστασία προσωπικών δεδομένων).

Άρα, σύμφωνα με την Ολομέλεια του ΑΠ τα e-mail που έχουν διαγραφεί και επαναφέρονται από τον σκληρό δίσκο του Η/Υ δεν αποκτώνται κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών, και η χρήση τους από τον εργοδότη για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας προς διαφύλαξη του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας του είναι θεμιτή. Αντίθετα, η επίκληση από πρώην εργαζόμενους των δικαιωμάτων τους στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της εταιρείας τα οποία υπερέχουν.

Σχόλιο: Η Homo Digitalis θεωρεί ότι οι κίνδυνοι που ανακύπτουν από την ερμηνεία της Ολομέλειας του ΑΠ για το επικοινωνιακό γεγονός και το δικαίωμα στην ελεύθερη και απόρρητη επικοινωνία είναι καταφανείς: Πώς μπορεί να είναι μια επικοινωνία πράγματι ελεύθερη αν μετά την ολοκλήρωσή της, τα ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης στην συσκευή του, χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης, δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών;

Το εν λόγω απόρρητο είναι αυτό το οποίο εξασφαλίζει την ύψιστη προστασία της ελεύθερης επικοινωνίας αφού αίρεται μόνο για λόγους ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

Την ίδια στιγμή, η ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας αναγνωρίζει ότι το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύει το σύνολο του επικοινωνιακού γεγονότος (περιεχόμενο και μεταδεδομένα επικοινωνίας). Επομένως, ο συνταγματικός νομοθέτης εγγυάται ένα περιβάλλον ιδιαίτερα αυξημένης προστασίας της εμπιστευτικότητας κατά τη διεξαγωγή της επικοινωνίας και, συνακόλουθα, της ιδιωτικής ζωής, το οποίο είναι σύμφωνο με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Έχοντας ολοκληρώσει την ανάλυσή μας σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο όσον αφορά τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, θα προχωρήσουμε τώρα στην παράθεση παραδειγμάτων από την νομολογία όσον αφορά το ζήτημα της παρακολούθησης των εργαζομένων μέσω βιντεοεπιτήρησης.

Ξεκινάμε από το έτος 2010 και την απόφαση Köpke κατά Γερμανίας. Σε αυτήν την υπόθεση μία ταμίας σούπερ μάρκετ απολύθηκε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, λόγω κλοπών. Η εν λόγω κλοπές αποκαλύφθηκαν κατόπιν κρυφής παρακολούθησης της υπαλλήλου μέσω καμερών από τον εργοδότη της.

Η ταμίας προσέφυγε κατά της απόλυσής της ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων για εργατικές διαφορές, αλλά η προσφυγή της απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη είχε και το αίτημα αντισυνταγματικότητας που υπέβαλε.

Κατά την εξέταση της υπόθεσης από τα Γερμανικά δικαστήρια αναγνωρίστηκε ότι η βιντεοεπιτήρηση έλαβε χώρα μόνο κατόπιν της εκδήλωσης των πρώτων περιστατικών κλοπής των προϊόντων που υπήρχαν ως απόθεμα στο σουπερ μάρκετ, οι οποίες κίνησαν υποψίες ότι αποτελούν πράξεις ή της εν λόγω ταμία ή ενός άλλου υπαλλήλου.

Αυτοί οι δύο υπάλληλοι ήταν και οι μόνοι που στοχοποιήθηκαν. Η βιντεοεπιτήρηση κράτησε δύο εβδομάδες και κάλυπτε μόνο το ταμείο και την περιοχή γύρω από αυτό που ήταν προσβάσιμη στο ευρύ κοινό. Το υλικό της βιντεοεπιτήρησης επεξεργάστηκε από έναν συγκεκριμένο αριθμό υπαλλήλων του σουπερμάρκετ και ενός γραφείου ιδιωτικών ντετέκτιβ.

Το ΕΔΔΑ απέρριψε το αίτημα της ταμία για παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ ως απαράδεκτο (προδήλως αβάσιμο). Έκρινε ότι οι εθνικές αρχές είχαν σταθμίσει ορθά το δικαίωμα της υπαλλήλου στην ιδιωτική της ζωή, το συμφέρον του εργοδότη της στην προστασία της ιδιοκτησίας του και του δημοσίου συμφέροντος για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι τα εν λόγω αντικρουόμενα συμφέροντα μπορεί να σταθμιστούν με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό στον οποίο νέες και πιο εξελιγμένες τεχνολογίες μπορεί να επιτρέπουν παρεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή.

Το 2014 το ΔΕΕ εξετάζει μια υπόθεση η οποία δεν αφορά το χώρο εργασίας, είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Rynes κατά Úřad ο κ. Ryneš είχε τοποθετήσει κάμερα κάτω από το γείσο της στέγης της οικίας της οικογένειάς του.

Η κάμερα αυτή ήταν σταθερή, χωρίς δυνατότητα περιστροφής, και μαγνητοσκοπούσε την είσοδο της οικίας, τη δημόσια οδό καθώς και την είσοδο της απέναντι οικίας. Το σύστημα παρείχε μόνο τη δυνατότητα καταγραφής εικόνας, η οποία αποθηκευόταν σε μηχανισμό μαγνητοσκόπησης συνεχούς ροής, δηλαδή σε σκληρό δίσκο. Μόνον ο κ. Ryneš είχε άμεση πρόσβαση στο σύστημα και στα δεδομένα.

Το ΔΕΕ αναγνώρισε ότι η εικόνα ενός προσώπου την οποία καταγράφει μία κάμερα συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, και οτι η παρακολούθηση που πραγματοποιείται με βιντεοσκόπηση προσώπων και αποθηκεύεται σε σκληρό δίσκο συνιστά αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Επομένως, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως όταν μια παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας, εκτείνεται, έστω και εν μέρει, στον δημόσιο χώρο και, ως εκ τούτου, εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα αυτού που προβαίνει στην επεξεργασία των δεδομένων με το μέσο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικώς «προσωπική ή οικιακή» δραστηριότητα.

Πηγαίνουμε τώρα στο έτος 2017 και την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Antović και Mirković κατά Μαυροβουνίου. Η υπόθεση αυτή αφορούσε σε ένα αίτημα παραβίασης του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή από δύο καθηγητές στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μαυροβουνίου κατόπιν εγκατάστασης καμερών παρακολούθησης σε αίθουσες διδασκαλίας.

Το δικαστήριο ορίζει με τις αιτιολογικές σκέψεις 55-60 ότι η παρακολούθηση μέσω καμερών ισοδυναμούσε με επέμβαση στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των αιτούντων και ότι τα στοιχεία έδειχναν ότι η εν λόγω παρακολούθηση παραβίαζε τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας. Επίσης, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αιτιολογήσει ποτέ νομικά την παρακολούθηση, καθώς είχαν κρίνει εκ προοιμίου ότι δεν υπήρχε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Επομένως, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των καθηγητών.

Τελευταία μας στάση αποτελεί μία απόφαση του 2018 του ΕΔΔΑ στην υπόθεση López Ribalda και λοιποί κατά Ισπανίας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να προβούμε σε συμπεράσματα με βάση αυτήν την υπόθεση, καθώς εκκρεμεί η κρίση της ενώπιον της Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου. Γι’ αυτό το λόγο η ανάλυσή της δεν θεωρείται χρήσιμη για τους σκοπούς αυτού του άρθρου.

Συμπεράσματα: Στη παρούσα ενότητα κρίνεται προτιμότερο να σε παραπέμψουμε στην ιστοσελίδα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Εκεί, η Αρχή έχει ετοιμάσει ερωτοαπαντήσεις με τις οποίες σου εξηγεί σύντομα και με απλά λόγια όλα τα νομικά ζητήματα που αφορούν την βιντεοεπιτήρηση, και συγκεκριμένα τι απαγορεύεται και τι επιτρέπεται και υπό ποιους όρους στο χώρο εργασίας σου, στην επιχείρησή σου, και στην οικεία σου.

Πρέπει να θυμάσαι ότι τόσο αυτό το άρθρο όσο και τα υπόλοιπα άρθρα της ιστοσελίδας μας δεν αποτελούν νομικές συμβουλές, αλλά αντίθετα υλικό ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης. Αν θες να μάθεις περισσότερα για άλλες δικαστικές υποθέσεις ή για τις ισχύουσες διατάξεις, μπορείς να επισκεφτείς τη συλλογή νομολογίας και νομοθεσίας που έχει ετοιμάσει για εσένα η ομάδα της Homo Digitalis.