Της Αικατερίνης Ψυχογυιού*

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) με προδικαστική του απόφαση, ξεκαθάρισε το ερώτημα αν οι γραπτές απαντήσεις υποψηφίου στο πλαίσιο εξετάσεων και οι σχετικές διορθώσεις του εξεταστή συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και κατά πόσον αναγνωρίζονται στον πρώτο δικαιώματα πρόσβασης και διορθώσεως στο γραπτό του μετά το πέρας των εξετάσεων.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Η αίτηση για προδικαστική απόφαση υποβλήθηκε στο πλαίσιο δίκης μεταξύ του Peter Nowak και του Data Protection Commissioner (επιτρόπου προστασίας δεδομένων της Ιρλανδίας) σχετικά με την άρνηση του δευτέρου να επιτρέψει στον P. Nowak την πρόσβαση στο διορθωμένο γραπτό του σε εξέταση στην οποία αυτός είχε μετάσχει, με την αιτιολογία ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σε αυτό δεν αποτελούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Διατηρώντας αμφιβολίες σχετικά με το αν ένα γραπτό εξετάσεων μπορεί να αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (Supreme Court) υπέβαλε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής αποφάσης σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Η απάντηση του Δικαστηρίου

Αρχικά, η Οδηγία 95/46/ΕΚ ορίζει ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί». Ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο «που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη».

Η χρησιμοποίηση της έκφρασης «κάθε πληροφορία» μαρτυρά, σύμφωνα με το Δικαστήριο, τον σκοπό του νομοθέτη να προσδώσει ευρεία έννοια στον συγκεκριμένο όρο, καλύπτοντας κάθε είδος πληροφοριών, τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών, με τη μορφή γνώμης ή εκτιμήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες «αφορούν» το ενδιαφερόμενο πρόσωπο – με άλλα λόγια όταν, λόγω του περιεχομένου της, του σκοπού της ή του αποτελέσματός της, η πληροφορία συνδέεται με συγκεκριμένο πρόσωπο.

Σύμφωνα λοιπόν με το συλλογισμό του Δικαστηρίου στην εν λόγω υπόθεση, το περιεχόμενο των γραπτών απαντήσεων υποψηφίου στο πλαίσιο εξετάσεων αποτελεί ένδειξη του επιπέδου γνώσεων και των ικανοτήτων του υποψηφίου σε δεδομένο τομέα, καθώς και του τρόπου σκέψεως, της συλλογιστικής του ικανότητας και του κριτικού του πνεύματος. Επιπλέον, σε περίπτωση εξετάσεως με χειρόγραφο κείμενο, οι απαντήσεις παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον γραφικό χαρακτήρα του υποψηφίου.

Περαιτέρω, ο σκοπός συλλογής των εν λόγω απαντήσεων είναι η εκτίμηση των επαγγελματικών δεξιοτήτων του υποψηφίου και η ικανότητά του να ασκήσει, για παράδειγμα, ένα συγκεκριμένο επάγγελμα.

Τέλος, η χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών είναι ικανή να έχει αντίκτυπο στα δικαιώματα και στα συμφέροντα του υποψηφίου, καθόσον μπορεί να προσδιορίσει ή να επηρεάσει, για παράδειγμα, τις πιθανότητες προσβάσεως στο επάγγελμα ή στη θέση εργασίας που αυτός επιθυμεί.

Όσον αφορά τις σχετικές με τις απαντήσεις του υποψηφίου διορθώσεις του εξεταστή, διαπιστώνεται ότι και αυτές αποτελούν πληροφορίες που αφορούν τον υποψήφιο, καθώς το περιεχόμενο των διορθώσεων αυτών αποτελεί την εκτίμηση του εξεταστή σχετικά με την επίδοση, τις γνώσεις και τις ικανότητές του εξεταζομένου. Οι εν λόγω διορθώσεις είναι, επίσης, ικανές να επιφέρουν συνέπειες στον τελευταίο.

Επομένως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της εν λόγω υπόθεσης, οι γραπτές απαντήσεις υποψηφίου στο πλαίσιο εξετάσεων και οι ενδεχόμενες σχετικές διορθώσεις του εξεταστή συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τον υποψήφιο αυτό. Συνεπώς, ο υποψήφιος διαθέτει κατ’ αρχήν δικαιώματα προσβάσεως και διορθώσεως (άρθρο 12 της Οδηγίας και άρθρα 15 και 16 του Κανονισμού 2016/679), τόσο στις τις γραπτές απαντήσεις του, όσο και στις διορθώσεις του εξεταστή.

Το Δικαστήριο διευκρινίζει, ωστόσο, πως το δικαίωμα διορθώσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα σε υποψήφιο να «διορθώσει», a posteriori, τις «εσφαλμένες» απαντήσεις του (καθώς τα ενδεχόμενα σφάλματα δεν συνιστούν ανακρίβεια που χρήζει διορθώσεως, αλλά αντιθέτως αποτελούν στοιχεία που μαρτυρούν το επίπεδο γνώσεων του υποψηφίου). Τέλος, τα δικαιώματα προσβάσεως και διορθώσεως δεν επεκτείνονται στις ερωτήσεις των εξετάσεων, οι οποίες δεν συνιστούν αυτές καθαυτές δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποψηφίου.

Πρακτικά, στην Ελλάδα, πώς μπορεί ένας υποψήφιος να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασής του ως προς τις απαντήσεις του και τις σχετικές διορθώσεις του εξεταστή;

Πρακτικά, ο υποψήφιος μπορεί να ζητήσει είτε γραπτά είτε προφορικά από την εξετάστρια αρχή να αποκτήσει πρόσβαση στις απαντήσεις του και στις διορθώσεις του εξεταστή. Το δικαίωμα πρόσβασης ασκείται, κατ’ αρχήν, δωρεάν. Ο υποψήφιος μπορεί να κληθεί να πληρώσει ένα εύλογο τέλος, μόνο εάν το αίτημα είναι προδήλως αβάσιμο ή υπερβολικό (π.χ. όταν επαναλαμβάνεται) ή εάν ο αριθμός των αντιγράφων που καλείται ο υπεύθυνος επεξεργασίας να χορηγήσει είναι μεγάλος. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διαθέτει το αργότερο ένα μήνα από την υποβολή του αιτήματος προκειμένου να το ικανοποιήσει και κατ’ εξαίρεση, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για δύο επιπλέον μήνες.

*Η Αικατερίνη Ψυχογυιού, LL.M. , CIPP/E, είναι Δικηγόρος Αθηνών, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου (Cum Laude) στο Δίκαιο και Τεχνολογία από το Πανεπιστήμιο του Τίλμπουργκ. Είναι επίσης κάτοχος πιστοποίησης CIPP/E. Εργάζεται ως σύμβουλος προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Πηγή: http://curia.europa.eu