Γράφει η Απολλώνια Ιωαννίδου*

«Τι συμβαίνει με την ανάμνηση που δεν ανακαλούμε; Πως θα σώσουμε το παρελθόν καθ’ εαυτό;». Με τα λόγια αυτά ο Προυστ, δεκάδες χρόνια πριν, περιέγραψε την ανησυχία του για εκείνα που λησμονούνται. Άλλωστε, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ανθρώπινη μνήμη είναι αδύναμη και δεν μπορεί να θυμάται τα πάντα. Καθένας μας έχει την υποψία μήπως υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε: Ακόμα και μήπως ο ίδιος μας ο εαυτός κρύβεται στα βιώματα του και αδυνατεί να αναδειχθεί ατόφιος και ακέραιος. Η θυμική μνήμη είναι κάτι βαθύτερο από τον ίδιο τον άνθρωπο. Τον ξεπερνά. Άλλωστε, οι άνθρωποι από τη φύση τους ξεχνάνε και η θύμηση είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

Στο διήγημα του «Φούνες, ο μνήμων», ο μεγάλος Αργεντίνος συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες περιγράφει την τραγωδία ενός ατόμου που δεν ξεχνά ποτέ τίποτα αναδεικνύοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, την αποφασιστική σημασία των διεργασιών της λήθης για μια υγιή και ισορροπημένη ανθρώπινη ζωή. Ακριβώς το κενό αυτό ήρθε να καλύψει η τεχνολογική εξέλιξη με τη δημιουργία ενός διαδικτυακού τόπου όπου οι πληροφορίες διατηρούνται εσαεί διαβρώνοντας έτσι τη διαδικασία της λήθης. Το δικαίωμα στη λήθη, υιοθετήθηκε, αφενός, προκειμένου να υπερασπιστεί την προστασία και, αφετέρου, να καθιερώσει τον έλεγχο σε ότι αφορά τα προσωπικά δεδομένα των ατόμων. Παρά το ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες τούτο έχει εφαρμοστεί, εν τούτοις το ακριβές περιεχόμενο του δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί. Επιπροσθέτως, γεγονός είναι ότι το δικαίωμα αυτό έρχεται σε σύγκρουση και με άλλα γνωστά και καθιερωμένα δικαιώματα δημιουργώντας ακόμη πιο μεγάλη ανάγκη για ανάλυση και αποσαφήνιση του.

Τί είναι το δικαίωμα στη λήθη

Το δικαίωμα στη λήθη ορίζεται ως «το δικαίωμα να μη γίνεται αναφορά σε γεγονότα της ζωής που αφορούν το παρελθόν και δεν είναι πλέον επίκαιρα». Θα θεωρούσαμε ότι το δικαίωμα αυτό βρίσκει εφαρμογή κυρίως στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και νοείται ως το δικαίωμα του προσώπου να μη γίνεται αντικείμενο δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος και σχολιασμού για καταστάσεις στη ζωή του οι οποίες ανήκουν στο παρελθόν. Και τούτο βέβαια θεωρείται εύλογο διότι το αντίθετο θα δυσχέραινε την επανένταξη του ατόμου στην κοινωνία αν για παράδειγμα απασχόλησαν τα δημοσιογραφικά μέσα λόγω της διάπραξης ποινικά κολάσιμων πράξεων. Δεν πρόκειται για ένα απόλυτο δικαίωμα αλλά υποχωρεί όταν υπάρχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση. Βέβαια, δεν είναι ξεκάθαρο το πότε συντρέχει λόγος δικαιολογημένου ενδιαφέροντος.

Το παράδειγμα των οροθετικών γυναικών

Αξιομνημόνευτη αποτελεί η περίπτωση των οροθετικών γυναικών που απασχόλησαν τα ΜΜΕ τον Απρίλιο του 2012. Συγκεκριμένα, κατά τη διενέργεια μαζικών ελέγχων από την αστυνομία προσαγάγονται γυναίκες και υποβάλλονται σε βίαιους αναγκαστικούς ελέγχους για HIV, κατηγορούμενες ότι εκπορνεύονται γνωρίζοντας ότι έχουν HIV και πως θέλουν να μεταδώσουν τον ιό στους υποτιθέμενους πελάτες. Ταυτόχρονα, δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες τους, τα στοιχεία της ταυτότητάς τους αλλά και γνωστοποιήθηκε ότι είναι οροθετικές καθώς και το ότι είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον τους. Η εν λόγω δημοσίευση υποστηρίζεται ότι επέφερε σοβαρές επιπτώσεις στα υποκείμενα των δεδομένων, τις στιγμάτισε μόνιμα και ενδεχομένως εξαιτίας της διαπόμπευσής τους αυτής να οδήγησε και στην αυτοκτονία κάποιων από αυτές.

Τα στοιχεία αυτά δημοσιοποιήθηκαν διότι, όπως υποστηρίχθηκε, συνέτρεχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση. Βέβαια, αξιοσημείωτο είναι ότι η δημοσιοποίηση, η συνεχής αναπαραγωγή του θέματος αλλά και η υπερπροβολή των φωτογραφιών των γυναικών επέφερε τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς οι άντρες που συνευρέθηκαν με τις γυναίκες αυτές δεν πήγαν να εξεταστούν, φοβούμενοι πιθανότατα να μην βρεθούν και οι ίδιοι στο στόχαστρο των ΜΜΕ. Προκύπτει, λοιπόν, ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν και πότε υφίσταται, πράγματι, λόγος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τη δημοσίευση φωτογραφιών και στοιχείων ώστε να ενημερωθεί το κοινό.

Όταν γίνεται λόγος για το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη, αξίζει να αναφερθεί ότι στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει μια ποικιλία όρων που αναφέρονται στο δικαίωμα αυτό, όπως λ.χ. το δικαίωμα του ατόμου να λησμονήσει (right to forget) και το δικαίωμα να λησμονηθεί (right to be forgotten), το δικαίωμα στη λήθη (right to oblivion) ή το δικαίωμα διαγραφής (right to delete).

Η ψηφιακή λήθη

Με τον όρο ψηφιακή λήθη, εννοούμε το δικαίωμα που έχουν τα άτομα στην παύση της επεξεργασίας των προσωπικών τους δεδομένων αλλά και στη διαγραφή αυτών όταν δεν χρειάζονται για νόμιμους σκοπούς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε πρόσφατα διευκρινίσεις για την έννοια και έκανε μια πρώτη προσπάθεια να δώσει τον δικό της (ευρύ και αόριστο) ορισμό (παραπάνω). Αναμφισβήτητα, το δικαίωμα σημαίνει ότι οι προσωπικές πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένα ένα άτομο πρέπει να καταργηθούν αμετάκλητα. Το 2008, ο Jonathan Zittrain, επίσης, πρότεινε μια παρόμοια έννοια – «αποκατάσταση της υπόληψης» (reputation bankruptcy) επιτρέποντας στους ανθρώπους μια «νέα αρχή» στο Διαδίκτυο. Μπορεί να φανεί προφανές ότι όταν ένα άτομο αποσύρει τη συναίνεσή του ή εκφράζει την επιθυμία του να σταματήσει η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, τα δεδομένα πρέπει να καταργούνται αμετάκλητα καθώς και να αφαιρούνται από τους διακομιστές του επεξεργαστή δεδομένων. Αλλά, αυτή η υπόθεση δεν ταιριάζει απόλυτα με τη νομική, οικονομική και τεχνική πραγματικότητα.

Ο GDPR περιλαμβάνει λεπτομερείς περίπλοκες διατάξεις που μπορούν να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων. Το επίπεδο προστασίας που παρέχεται στα υποκείμενα των δεδομένων είναι επίσης πολύ αξιέπαινο, ιδίως όσον αφορά στα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, όπως το δικαίωμα στη λήθη, καθώς αυτό θα συμβάλει στην περαιτέρω προστασία τέτοιων συνόλων δεδομένων που είναι τόσο ευαίσθητα ώστε να επηρεάζουν αρνητικά τη ζωή του υποκειμένου των δεδομένων. Αυτά τα δικαιώματα, ορισμένα από τα οποία είναι καινοφανή, θα συμβάλουν μακροπρόθεσμα όχι μόνο στη βελτίωση του επιπέδου προστασίας των δεδομένων για τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην παροχή ελεύθερης ροής πληροφοριών που θα προάγει την εμπιστοσύνη των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια αυτών και κατά συνέπεια την μεγαλύτερη ευκολία στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε ολόκληρη την ΕΕ.

*Η Απολλώνια Ιωαννίδου είναι απόφοιτος Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του τμήματος Δημόσιας Διοίκηση του Παντείου Πανεπιστημίου με κατεύθυνση Δίκαιο τεχνολογία και οικονομία. Σήμερα συνεχίζει τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Αlba Βusiness School, στο τμήμα Business for Lawyers