Γράφει ο Διονύσης Γάκης*

Διανύουμε τις πρώτες εβδομάδες του Αυγούστου, ενός μήνα που είναι συνδεδεμένος με την ψυχική και σωματική ανάταση. Επομένως, αυτή τη φορά επιλέγουμε να φιλοξενήσουμε ένα διαφορετικό άρθρο, το οποίο έχει λογοτεχνικό περιεχόμενο, για να συντροφεύσει τους αναγνώστες μας σε αυτές τις στιγμές χαλάρωσης. Απολαύστε το.

«Η πίστη είναι κάτι δόλιο και υποκειμενικό». Ήταν η φράση που τον έκανε να συνέλθει από το μούδιασμα που είχε πιάσει να απλώνεται σε όλο του το πρόσωπο, με πηγή το δεξί του μάγουλο που είχε ξεκουράσει για μερικά λεπτά μέσα στην χούφτα του. Η φράση άνηκε σε έναν ποιμένα (;) κάποιου βραζιλιάνικου δόγματος νέο-χριστιανισμού.

Ήταν αδύνατο και άσκοπο να ανακαλέσει στη μνήμη του την αλληλουχία αναζητήσεων που τον οδήγησαν στην ενδιαφέρουσα αυτή συνέντευξη του Γιομάτας Νιγκέιρο, ιδρυτή του ποιμνίου και τοπικού παράγοντα, ευαισθητοποιημένου σχετικά με την ανάγκη πιστοποίησης-ευλογίας, από την εκκλησία του, του διάσημου τσαγιού της βραζιλιάνικης επαρχίας Πίντο Παρένσε, σε κάθε συσκευασία παρασκευής του προϊόντος.

Ανακίνησε τον καφέ του και έσπρωξε με το δεξί του χέρι  χαρτιά γεμάτα με πρόχειρες σημειώσεις, κίνηση που σήμαινε πως ήταν έτοιμος να πιάσει δουλειά. Ήταν διαυγής και συγκεντρωμένος. Άλλωστε για αυτό πληρωνόταν τόσο καλά σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Δικηγόρος, μάλλον καλύτερα νομικός.

Πάντα είχε αυτοπεποίθηση, όχι τόσο σε σχέση με την γνώση που κατείχε, αλλά με την ικανότητά του να έχει άμεσα πρόσβαση σε αυτήν. Γρήγορος, μεθοδικός, αποτελεσματικός. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί του έδωσαν αυτήν την θέση και αυτή η θέση του έδωσε αυτήν την υπόθεση. Αν κάποιος μπορούσε να χειριστεί τις βάσεις νομικών δεδομένων με τέτοια ακρίβεια που να μην αφήνει περιθώριο λάθους ήταν αυτός. Έπρεπε να απαντήσει γρήγορα. Μέχρι το τέλος του ωραρίου, μέχρι το τέλος της μέρας.

Δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο φαινόταν στην αρχή. Έκανε ό,τι  έκανε πάντα, τίποτε διαφορετικό. Όπως λειτουργούσε εκμεταλλευόμενος κάθε δυνατή πληροφορία που ήδη είχε και καθεμία που μπορούσε να βρει εύκολα. Ένιωθε το κεφάλι του να βράζει και τα μάτια του στεγνά, ήταν πολλές οι ώρες που χτυπούσε με μανία τα πλήκτρα. Δεν είχε αυτό που ήθελε στη λευκή σελίδα, ούτε στους πίνακες. Δεν είχε αυτό που ήθελε. Έβαλε το μυαλό του σε εγρήγορση. Έσφιγγε τους μύες του κεφαλιού του λες και αυτό θα πίεζε το μυαλό του να δουλέψει πιο γρήγορα. Ζεστάθηκε από την προσπάθεια, από την πίεση και ίδρωσε.

Μετά από τόση ώρα συνειδητοποίησε ότι είχε γυρίσει στην αρχή, καμία πρόοδος. Οι κινήσεις του είχαν αρχίσει να γίνονται ακατανόητες. Ξεκινούσε να γράφει προτάσεις χωρίς να έχει στο νου πως θα τις τελειώσει, απλά με την ελπίδα πως γράφοντας θα του ερχόταν κάποια ιδέα, λες και κάποια λέξη θα αποκάλυπτε ποια θα της ταίριαζε να την ακολουθήσει επόμενη στο κείμενό του. Ήταν οργισμένος γιατί δεν είχε απάντηση. Χρησιμοποίησε όποια μέθοδο ήξερε, κάθε βάση δεδομένων και κάθε λογισμικό, κάθε συμβουλή και κάθε ένστικτο.

Είχε τόση ώρα να γράψει κάτι που η οθόνη έσβησε και πάνω της έβλεπε το είδωλό του. Το κοίταζε επίμονα για να δει αν στο πρόσωπό του κυριαρχούσε ο θυμός ή η απογοήτευση. Άρχισε να ζεσταίνεται πολύ και να νιώθει αγχωμένος, σα να τον πιάνει παραλήρημα. Έσφιξε τους καρπούς του στις λαβές της καρέκλας για να νιώσει τα χέρια του και να μην χάσει τις αισθήσεις του.

Τότε, σήκωσε το κεφάλι και το είδωλό του φαινόταν ανήμπορο και φοβισμένο, όμως δεν έμοιαζε πλέον με δικό του αντικατοπτρισμό, αλλά με κάτι αυτόνομο. Η οθόνη δεν ήταν μαύρη, τα χρώματα του περιβάλλοντος του γραφείου έδιναν στην εικόνα την γνώριμη όψη του. Τινάχτηκε ταραγμένος από την θέση του όμως το είδωλό του παρέμεινε στη θέση του. Γύρισε αργά το κεφάλι του φοβισμένος για να δει που βρίσκεται.

Βρισκόταν σε μια ολοσκότεινη αίθουσα με μια τραπεζαρία ακριβώς στο κέντρο της. Στην τραπεζαρία έπεφτε ένα πηχτό κίτρινο φώς, από τέσσερις μεγάλες λάμπες γραφείου που βρίσκονταν από μία σε κάθε ορίζοντα, πάνω σε σωρούς από χαρτιά ανακατεμένα, ενώ μερικά από αυτά πήγαιναν και έρχονταν στα χέρια κάποιων μορφών που φαίνονταν να κάθονται γύρω της. Παρατήρησε τις μορφές σμίγοντας τα φρύδια του και συγκεντρώνοντας το βλέμμα του. Όσο πιο πολύ τις παρατηρούσε τόσο πιο ευδιάκριτες γίνονταν.

Ήταν επτά μορφές καθισμένες σε καρέκλες σε μια οβάλ διάταξη γύρω από την τραπεζαρία. Κάποιες φορούσαν κοστούμι και κάποιες είχαν βγάλει το σακάκι και το είχαν περάσει στην πλάτη της καρέκλας τους δουλεύοντας με τα μανίκια σηκωμένα. Έγραφαν και σημείωναν κάτι ο ένας στο χαρτί του άλλου και καμιά φορά γελούσαν. Πλησίασε αρκετά μα εκείνες δεν μπορούσαν να τον προσέξουν. Έπειτα παίρνοντας θάρρος και αφού τις είχε παρατηρήσει αρκετά ώστε να είναι σίγουρος πως επρόκειτο για επτά σοβαρούς άνδρες – μάλλον επιχειρηματίες και συμβούλους, αν και ο ρόλος του καθενός δεν ήταν εύκολα αναγνώσιμος με βάση την στάση του σώματός τους – προσπάθησε επίμονα και μάταια για αρκετή ώρα να τους κάνει να τον δουν.

Τώρα είχε πάει ακριβώς από πάνω τους και κοίταζε τα χαρτιά τους. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Έκανε να πιάσει ένα με το χέρι και το έφερε κάτω από την πιο κοντινή του λάμπα για να διαβάσει τι έλεγε. Ήταν μια αδιάκοπη σειρά από ψηφία 0 και 1. Το δυαδικό σύστημα. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Έπαιρνε διαρκώς νέα χαρτιά μιας και δεν τον καταλάβαιναν και έφτασε να τους παίρνει ακόμα και αυτά που κρατούσαν στα χέρια τους.

Βρήκε μερικά στα κινέζικα, άλλα στα αραβικά, κάποια στα ισπανικά και στα αγγλικά. Από όσα μπορούσε να καταλάβει από το αγγλικό κείμενο το περιεχόμενο αφορούσε στο ερώτημα που έψαχνε όλη μέρα. Έψαχνε τα χαρτιά συνεχώς και έβρισκε όλο και πιο πολλά στοιχεία που τον έκαναν να αναθαρρήσει. Μετά από μερικά λεπτά βρήκε αυτό που ήθελε. Ήταν προφανές από την αρχή, ήταν εκεί μπροστά στα μάτια του, ένα γυαλιστερό φύλλο χαρτί στα δεξί χέρι του άνδρα με το σακάκι που καθόταν στην κεφαλή της τραπεζαρίας, του μόνου που δεν είχε κάποιον άλλον απέναντί του. Πήρε το χαρτί και άρχισε να το διαβάζει βιαστικά για να μάθει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Δεν πρόλαβε όμως. Οι άντρες σηκώθηκαν απότομα, μάζεψαν όλα τα χαρτιά, μαζί κι αυτό που είχε στο χέρι, δύο από αυτούς άνοιξαν τις κουρτίνες και μπήκε φως παντού στο δωμάτιο, ενώ αυτοί έφυγαν βιαστικά. Γύρισε το βλέμμα του και η τραπεζαρία είχε εξαφανιστεί, το δωμάτιο ήταν πλέον φωτεινό και του έβγαζε μια ζεστασιά, το γνώριζε αυτό το δωμάτιο. Ήταν το παιδικό του δωμάτιο, τα παιχνίδια και οι ζωγραφιές στους τοίχους ήταν όλα εδώ όπως τα θυμόταν.

Για κάποιον ακατανόητο λόγο δεν του φάνηκε περίεργο που είδε τους γονείς του σκυφτούς στα γόνατά τους να συμπληρώνουν ένα παζλ. Ούτε ακόμη όταν είδε την τρίχρονη εκδοχή του εαυτού του σε ένα παιδικό πάρκο να θέλει να βγει από αυτό για να παίξει με το πάζλ. Το παιδί είχε στο πάρκο όσα παιχνίδια ήταν κατάλληλα για αυτό, για την ηλικία του. Δεν ήθελε να παίξει άλλο μ’ αυτά, τα είχε βαρεθεί, τα είχε χιλιοπαίξει και τα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά. Ήθελε το πάζλ και έβαζε όλες του τις δυνάμεις να βρει τρόπο να βγει από εκεί. Έκανε ασυναίσθητα μερικά βήματα και στάθηκε πάνω από τους γονείς του. Όπως και πριν με τους κυρίους, έτσι και τώρα κανείς δεν αντιλαμβανόταν την παρουσία του.

Το πάζλ δεν ήθελε παρά μερικά κομμάτια στις γωνίες για να ολοκληρωθεί και η εικόνα που είχε σχηματιστεί τον έκανε να νιώσει ότι ήταν σίγουρος από πριν γι’ αυτό που θα έβλεπε. Ήταν ίδια με το κομμάτι χαρτί που του είχαν πάρει από το χέρι. Ήταν η απάντησή του. Ήταν η δουλειά του.

Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το είδωλό του στην μαύρη οθόνη του υπολογιστή. Του φάνηκε πως τον είδε να κοιμάται.

*Ο Διονύσης Γάκης είναι δικηγόρος Αθηνών. Σπούδασε στην Κομοτηνή και είναι απόφοιτος του τμήματος Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Επίσης, είναι τελειόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στο Δίκαιο Ανταγνωνισμού και Εταιριών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Βρίσκει στη νομική επιστήμη τη βάση για την κατανόηση της κίνησης της οικονομίας.