Γράφουν οι Ελπίδα Βαμβακά*, Στέργιος Κωνσταντίνου*, Εμμανουήλ Τζιβιέρης*

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (στο εξής: “η Αρχή”) επέβαλε στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος Α.Ε. (εφεξής: “ΟΤΕ”) δύο πρόστιμα συνολικού ύψους 400.000 ευρώ αφενός για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος εναντίωσης και παραβίαση της αρχής της προστασίας των δεδομένων καθώς και για την παραβίαση  της αρχής της ακρίβειας και της προστασίας των δεδομένων  ήδη από τον σχεδιασμό κατά την τήρηση προσωπικών δεδομένων συνδρομητών της.

Οι σχετικές αποφάσεις είναι δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα της Αρχής.

Α. Σύντομη περιγραφή των δύο αποφάσεων της Αρχής:

i) Ως προς την απόφαση 34/2019: μη ικανοποίηση του δικαιώματος εναντίωσης και παραβίαση της αρχής της προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό κατά την τήρηση προσωπικών δεδομένων συνδρομητών.

Στην Αρχή υποβλήθηκαν δύο (2) καταγγελίες φυσικών προσώπων συνδρομητών του ΟΤΕ από παραλήπτες μηνυμάτων διαφημιστικού περιεχομένου, σχετικά με την αδυναμία  διαγραφής τους από τη λίστα αποδεκτών μηνυμάτων διαφημιστικού περιεχομένου.

Κατά την εξέταση των καταγγελιών αυτών προέκυψε ότι, από το 2013 και μετά, λόγω τεχνικού σφάλματος, δεν λειτουργούσε η διαγραφή από τις λίστες αποδεκτών των μηνυμάτων διαφημιστικού περιεχομένου για όσους παραλήπτες άσκησαν το δικαίωμά τους αυτό, μέσω του συνδέσμου «unsubscribe» ενώ, οι εναλλακτικοί μηχανισμοί, δηλαδή τηλεφωνικά και  με αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, λειτουργούσαν.

Μόλις αυτό έγινε αντιληπτό, μετά την παρέμβαση της Αρχής, διορθώθηκε το σφάλμα και o OTE προέβη στη διαγραφή 8.000 περίπου συνδρομητών, οι οποίοι είχαν ανεπιτυχώς προσπαθήσει να διαγραφούν από τις λίστες αποδεκτών από το 2013.

Η Αρχή λοιπόν διαπίστωσε παράβαση του δικαιώματος εναντίωσης του υποκειμένου στην επεξεργασία για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης (άρθρο 21 παρ. 3) του Κανονισμού καθώς και του άρθρου 25 (προστασία των δεδομένων ήδη από το σχεδιασμό) του Κανονισμού και επέβαλε διοικητικό πρόστιμο στον ΟΤΕ.

Πιο συγκεκριμένα, η Αρχή αξιολογώντας,

α. τη χρονική διάρκεια του συμβάντος κατά το οποίο συνδρομητές του ΟΤΕ στερήθηκαν του δικαιώματός τους (από το 2013, 8.000 περίπου συνδρομητές είχαν ανεπιτυχώς προσπαθήσει να διαγραφούν)

β. τα  στοιχεία που είναι δημόσια διαθέσιμα στο Γ.Ε.Μ.Η., από τα οποία προκύπτουν τα έσοδα του ομίλου ΟΤΕ για το έτος 2018 (2.887,6 εκατομμύρια ευρώ) και

γ.  ότι το συμβάν δεν οφείλεται σε δόλο του υπευθύνου επεξεργασίας

Επέβαλε στον ΟΤΕ διοικητικό πρόστιμο ύψους 200.000 ευρώ, με βάση τα κριτήρια του άρθρου 83 §2 του ΓΚΠΔ.

ii) Ως προς την απόφαση 31/2019: παραβίαση της αρχής της ακρίβειας και της προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό κατά την τήρηση προσωπικών δεδομένων συνδρομητών

Στην προκειμένη περίπτωση, υποβλήθηκαν καταγγελίες των πελατών του ΟΤΕ  με τις οποίες, οι καταναλωτές  παραπονέθηκαν ότι, παρότι είχαν εγγραφεί στο μητρώο του άρθρου 11 του νόμου 3471/2006,[1] συνέχιζαν  να λαμβάνουν  κλήσεις από τρίτες εταιρείες για απευθείας εμπορική προώθηση.

Όπως διαπιστώθηκε, οι εν λόγω συνδρομητές είχαν υποβάλει αίτημα φορητότητας για τη μεταφορά της τηλεφωνικής τους σύνδεσης σε άλλο πάροχο. Σε ικανοποίηση του αιτήματος των συνδρομητών, ο ΟΤΕ διέγραψε τα στοιχεία τους από το μητρώο. Ωστόσο, όταν οι συγκεκριμένοι συνδρομητές ακύρωσαν το αίτημα φορητότητας, δεν υπήρχε ορθή διαδικασία για την ακύρωση της διαγραφής τους από το τηρούμενο μητρώο του άρθρου 11.

Οι συνδρομητές εμφανίζονταν μεν ως εγγεγραμμένοι στο μητρώο στην εσωτερική εφαρμογή- σύστημα- του ΟΤΕ, αλλά οι τηλεφωνικοί αριθμοί τους δεν περιλαμβάνονταν στο μητρώο,  που έστειλε ο ΟΤΕ στις συνεργαζόμενες εταιρείες διαφήμισης, αφού τα δύο συστήματα λόγω του σφάλματος στη διασύνδεσή τους, δεν είχαν το ίδιο περιεχόμενο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι συγκεκριμένοι συνδρομητές να λαμβάνουν διαφημιστικά μηνύματα παρότι είχαν εγγραφεί στο μητρώο του άρθρου 11.

Για την ανωτέρω περίπτωση η Αρχή έκρινε ότι, υπάρχει παράβαση μη ορθής τήρησης του μητρώου του άρθρου 11 ακόμη και όταν η  μη ορθή τήρηση οφείλεται σε επιβεβαιωμένο τεχνικό πρόβλημα καθώς συνεπάγεται: α) παράβαση της αρχής προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό κατά την τήρηση προσωπικών δεδομένων συνδρομητών της και της αρχής της ακρίβειας και β) στέρηση του δικαιώματος των συνδρομητών να μη λαμβάνουν αυτόκλητες διαφημιστικές κλήσεις, ενώ είχαν την εντύπωση ότι διασφαλιζόταν η άσκηση του δικαιώματος αυτού.

Με την 31/2019 απόφαση της Αρχής , η αρχή επέβαλε πρόστιμο ποσού διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000) στον ΟΤΕ.

B) Κάποιες  σκέψεις

i) ως προς το επιβληθέν τελικά πρόστιμο

Το πρώτο πράγμα που διακρίνει κανείς διαβάζοντας τις δύο αποφάσεις είναι φυσικά το ύψος του επιβληθέντος προστίμου. Το σωρευτικό πρόστιμο των 400.000€ αποτελεί το υψηλότερο πρόστιμο που έχει επιβληθεί ποτέ από την Αρχή.

Υπενθυμίζεται ότι, το ανώτατο προβλεπόμενο πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του «παλιού» Ν. 2472/1997, ήταν οι 150.000 €, ενώ σε αυτό το ύψος ανήλθε και το πρόσφατο πρόστιμο που επέβαλε η Αρχή στην PwC με την υπ’ αριθμόν 26/2019 απόφαση της, εφαρμόζοντας, ωστόσο, τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων[2] (στο εξής ΓΚΠΔ). Αν και δε πρόκειται για το πρώτο πρόστιμο που επιβάλλει η Αρχή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΓΚΠΔ,  εντούτοις είναι η πρώτη φορά που ξεπερνά το «φράγμα» των 150.000€.

Επιπλέον, στις συγκεκριμένες αποφάσεις η Αρχή εφαρμόζει πιστά τα κριτήρια επιμέτρησης διοικητικών προστίμων, όπως προβλέπονται στο άρθρο 83 ΓΚΠΔ και όπως τα εφάρμοσε και στην 26/2019. Ειδικότερα στις σκέψεις 6, 7 και 8 αμφότερων των αποφάσεων, λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

α) Η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,

β) Το πλήθος θιγόμενων υποκειμένων επεξεργασίας,

γ) Τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που έλαβε ο υπεύθυνος της επεξεργασίας,

δ) Τον δόλο του υπευθύνου της επεξεργασίας

ε) Την οικονομική κατάσταση του υπεύθυνου επεξεργασίας,

στ) Προηγούμενες παραβάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας ,

ζ) Η διάθεση συνεργασίας με την Αρχή.

Παράλληλα, η Αρχή με τις δύο αυτές αποφάσεις, στέλνει ηχηρό μήνυμα στους υπεύθυνους επεξεργασίας να μην υποτιμούν την υποχρέωση για ακρίβεια των δεδομένων και προστασία τους ήδη από τον σχεδιασμό, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην τήρηση των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων με παράθεση συγκεκριμένων παραδειγμάτων ορθής συμμόρφωσης, όπως η τήρηση διαδικασίας ικανοποίησης δικαιωμάτων των υποκειμένων και η διενέργεια περιοδικών ελέγχων.

ii) Ως προς την αλληλεπίδραση του ν.3471/2006 και του ΓΚΠΔ

Οι καταγγελίες που οδήγησαν στην έκδοση των δύο αποφάσεων, έδωσαν την ευκαιρία στην Αρχή,  να ξεκαθαρίσει, στην Ελληνική εφαρμογή, τα ζητήματα που προκύπτουν  όταν οι διατάξεις του ΓΚΠΔ εφαρμόζονται ταυτόχρονα με τις διατάξεις του ν.3471/2006. O τελευταίος, αποτελεί ενσωμάτωση της οδηγίας για το e-Privacy[3] και ρυθμίζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Με μια λιτή αλλά περιεκτική διατύπωση η Αρχή, με την υπ’ αριθμόν 31/2019 απόφασή της εύλογα έκρινε ότι “για κάθε ζήτημα σχετικό με την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που δεν ρυθμίζεται ειδικότερα στον ν. 3471/2006 εφαρμόζεται ο ΓΚΠΔ”.

Επί της ουσίας, η αρχή ξεκαθάρισε ότι, οι βασικές αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων και που προβλέπονται στο άρθρο 5 και 25 του ΓΚΠΔ, καθώς και οι παράγωγες διατάξεις τους, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής σε όλους τους τύπους επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της επεξεργασίας για την διεξαγωγή της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πρακτικά εφαρμόζεται η αρχή «lex specialis derogate legi generali»[4] βάσει της οποίας ο ν.3471/2006, ως «lex specialis», εξειδικεύει τον ΓΚΠΔ σχετικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Συνεπώς, εν απουσία ειδικών διατάξεων, το lex generalis -δηλαδή ο ΓΚΠΔ- εφαρμόζεται[5].

Η απόφαση αυτή ουσιαστικά, αποτελεί την συνέχεια μιας παγιωμένης Ενωσιακής πρακτικής η οποία προσδιορίστηκε νομολογιακά,[6] νομοθετικά[7] και εκφράστηκε από την Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29[8] και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (στο εξής ΕΣΠΔ)[9].

iii) ως προς τον τύπο ευθύνης του παρόχου

Και στις δύο αποφάσεις η Αρχή συμπεριλαμβάνει στο σκεπτικό της την ανυπαρξία δόλου από την πλευρά του υπευθύνου της επεξεργασίας.[10]

Η παράμετρος του δόλου και της αμέλειας παίζει ρόλο στον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου αλλά και στην θεμελίωση της ευθύνης εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας. Στον ΓΚΠΔ ορίζεται πως “[κ]άθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας”[11] και πως “κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας που συμμετέχει στην επεξεργασία είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκάλεσε η εκ μέρους του επεξεργασία που παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.”[12] Επίσης, στο ν. 3471/2006 ορίζεται ρητά πως “[φ]υσικό ή νοµικό πρόσωπο που, κατά παράβαση του νόµου αυτού, προκαλεί περιουσιακή βλάβη υποχρεούται σε πλήρη αποζηµίωση”[13].

Και στα δύο ρυθμιστικά πλαίσια, οι προϋποθέσεις γέννησης της ευθύνης που προκύπτουν από την γραμματική ερμηνεία των διατάξεων είναι η ζημία, η παραβίαση του κανόνα και η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Σε κανένα σημείο δεν προβλέπεται η ύπαρξη υπαιτιότητας για την θεμελίωση της ευθύνης. Κάτι που θα έπρεπε να αναφέρεται ρητά.[14]

Συνεπώς, προκύπτει πως κατ’αρχήν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει γνήσια αντικειμενική ευθύνη για τις επεξεργασίες που πραγματοποιεί. Ωστόσο, η ευθύνη αυτή τρέπεται σε νόθο αντικειμενική από την τρίτη παράγραφο του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ η οποία ορίζει ότι “[ο] υπεύθυνος επεξεργασίας […] απαλλάσσεται από την ευθύνη […] εάν αποδεικνύει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας”.

Το ίδιο ίσχυε με το νόμο 2472/1997[15] όπου κατ’ αρχήν με το άρθρο 23 θεμελιώνονταν γνήσια αντικειμενική ευθύνη. Ωστόσο, η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου η οποία όριζε πως “[η] κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου […]  παράβαση οφείλεται σε αμέλεια”[16] και συνεπώς μετέτρεπε την ευθύνη του υπεύθυνου από γνήσια αντικειμενική, σε νόθο αντικειμενική[17].

Η άποψη ότι η ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας είναι νόθος αντικειμενική υποστηρίχθηκε από την Ελληνική νομολογία[18] καθώς και από μια μερίδα της θεωρίας.[19] Το ότι ο πάροχος υπηρεσιών υπέχει νόθο αντικειμενική ευθύνη υποστηρίζεται και από τις εθνικές διατάξεις όμορων δικαιϊκών κλάδων, όπως το δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή.[20]

Τέλος, βάσει της αρχής της λογοδοσίας[21] ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει το βάρος ευθύνης της απόδειξης της συμμόρφωσης του με τις βασικές αρχές της επεξεργασίας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ. Συνεπώς και ως προς την συμμόρφωση του με τον Κανονισμό, η ευθύνη του υπεύθυνου συνιστά τελικά νόθο αντικειμενική ευθύνη.

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 11 § 2 του ν.3471/2006, οι φορείς παροχής της επικοινωνίας υποχρεούνται να τηρούν ειδικό κατάλογο με τους  συνδρομητές που έχουν δηλώσει προς τον φορέα παροχής της  υπηρεσίας, ότι δεν επιθυμούν γενικώς να γίνονται δέκτες μη ζητηθείσας επικοινωνίας για σκοπούς μάρκετινγκ.

[2] Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)

[3] Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών

[4] Απόφαση της 22ης Απριλίου 2016, RENV I και RENV II, Τ-50/06, EU:T:2016:227, σκέψη 81

[5] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, Γνώμη 5/2019 σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ της Οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του ΓΚΠΔ, ιδίως όσον αφορά την αρμοδιότητα, τα καθήκοντα και τις εξουσίες των αρχών προστασίας δεδομένων, 12 Μαρτίου 2019, σ. 18

[6] Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Wirtschaftsakademie, C-210/16, EU:C:2018:388, σκέψεις 33 -34

[7] ‘Άρθρο 95 σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 173 ΓΚΠΔ

[8] Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία των δεδομένων, Γνώμη 2/2010 σχετικά με την επιγραμμική συμπεριφορική διαφήμιση, 22 Ιουνίου 2010, WP 171, σ. 11. Βλ. επίσης Γνώμη 1/2008 σχετικά με τα θέματα προστασίας δεδομένων σε σχέση με τις μηχανές αναζήτησης, 4 Απριλίου 2008,WP148, ενότητα 4.1.3, σ. 13-15

[9] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, Γνώμη 5/2019 σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ της Οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του ΓΚΠΔ, ιδίως όσον αφορά την αρμοδιότητα, τα καθήκοντα και τις εξουσίες των αρχών προστασίας δεδομένων, 12 Μαρτίου 2019

[10] ΑΠΔΠΧ, Αποφάσεις 31/2019,Γ/ΕΞ/6223/13-09-2019 και 34/2019 Γ/ΕΞ/6549/30-09-2019, σκέψη 8

[11] Άρθρο 82§1 ΓΚΠΔ

[12] Άρθρο 82§2 εδ.α’ ΓΚΠΔ

[13] Άρθρο 14§1 εδ.α’’ ν.3471/2006

[14] Αι. Βραττή (2012), Η αστική ευθύνη στο νόμο περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, Διπλωματική εργασία, σ.42. Διαθέσιμο στο https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/1321570/theFile (τελευταία πρόσβαση 13/10/2019)

[15] Άρθρο 21§1 εδ.α’ ν.2472/1997 και Άρθρο 21§1 εδ.γ’ ν.2472/1997

[16] Άρθρο 21§2 ν.2472/1997

[17] Αι. Βραττή (2012), Η αστική ευθύνη στο νόμο περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, Διπλωματική εργασία, σ.43. Διαθέσιμο στο https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/1321570/theFile (τελευταία πρόσβαση 13/10/2019)

[18] ΑΠ 1923/2006, ΝοΒ 2006, σελ 367, ΑΠ 353/2009, ΝοΒ 2009, σελ 1428, ΑΠ 174/2011, ΝοΒ 2011, σελ 1606

[19] Ι. Ιγγλεζάκης, Ευαίσθητα Προσωπικά Δεδομένα, Εκδόσεις Σάκκουλας,Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 283-284

[20] Άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 περί «προστασίας καταναλωτών», όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 3587/2007

[21] Η οποία ρυθμίζεται με τα άρθρα 5,77,82 και 83 ΓΚΠΔ


*Η Ελπίδα Βαμβακά είναι πρόεδρος της Homo Digitalis και νομική σύμβουλος της Enartia Group.

*Ο Στέργιος Κωνσταντίνου είναι δικηγόρος με εξειδίκευση στην προστασία προσωπικών δεδομένων.

*Ο Εμμανουήλ Τζιβιέρης είναι Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) της Optima Bank.