Μια ματιά στα τελευταία περιστατικά λογοκρισίας στο διαδίκτυο και στα ερωτήματα που αναδύονται από αυτά

Γράφουν οι Μιρέλλα Καβαδάκη* και Αιμιλία Γιβροπούλου**

 

Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει παρατηρηθεί ότι το Facebook προβαίνει σε μία σειρά μέτρων, όπως η αφαίρεση δημοσιεύσεων ορισμένων χρηστών ή ο περιορισμός χρήσης του μέσου.

Η πρακτική αυτή από πλευράς Facebook έχει ως κοινό παρονομαστή την αναφορά στις δημοσιεύσεις ενός συγκεκριμένου ονόματος: του Δημήτρη Κουφοντίνα. Πιο συγκεκριμένα, ενώ για το ζήτημα της απεργίας πείνας του εν λόγω προσώπου έχει τοποθετηθεί και έχει λάβει θέση πλήθος κόσμου και θεσμικών φορέων), το Facebook επέβαλε αυτούς τους περιορισμούς σε αρκετούς χρήστες που μίλησαν για το θέμα, μεταξύ αυτών δημοσιογράφοι, δικηγόροι και καλλιτέχνες.

Μετά την αντίδραση του κόσμου και την πληθώρα των περιστατικών, που αφορούσαν διάφορους περιορισμούς σε χρήστες, η Facebook εξέδωσε ανακοίνωση αναγνωρίζοντας ουσιαστικά όχι μόνο το λάθος της, αλλά και τα ελλείμματα, που αναδείχθηκαν ως προς τον έλεγχο του περιεχομένου (content moderation) που ακολουθεί.

Να υπενθυμίσουμε, ότι πριν από λίγες μόνο ημέρες μεγάλη αναστάτωση είχε εκδηλωθεί, κυρίως από τομέα της τέχνης σχετικά με το Άρθρο 8 του Νόμου 4779/2021, ο οποίος αφορά στην ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2018/1808 σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων.

Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι “Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου.

Με άλλα λόγια, υπηρεσίες, όπως το Facebook αλλά και οποιαδήποτε μικρότερη υπηρεσία στο διαδίκτυο, απαγορεύεται να φιλοξενεί αντίστοιχο περιεχόμενο, με τις κυρώσεις του Άρθρου 36 να επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Αντίστοιχοι προβληματισμοί δημιουργήθηκαν επίσης όταν το Twitter με απόφασή του έκλεισε προσωρινά τον λογαριασμό του απερχόμενου Αμερικανού Προέδρου Donald Trump “λόγω του κινδύνου περαιτέρω υποκίνησης βίας” και αντιδημοκρατικών πράξεων, κάτι που απαγορεύεται από τους όρους χρήσης της υπηρεσίας.

Πέρα από τις διάφορες απόψεις επί του προσώπου και των απόψεων του πρώην προέδρου, η απόφαση απενεργοποίησης ενός λογαριασμού χρήστη και η αφαίρεση του δικαιώματος έκφρασης μέσω αυτού γεννά πολλά ερωτήματα γύρω από την δύναμη της εκάστοτε διαδικτυακής υπηρεσίας.

Το θέμα αυτό δεν είναι καινούριο. Τα τελευταία χρόνια πολλές φωνές από την κοινωνία των πολιτών και όχι μόνο, εκφράζουν την ανησυχία τους σχετικά με την δύναμη των διαδικτυακών πλατφόρμων και την αυθαιρεσία αυτών.

Επιπρόσθετα, έντονες αντιδράσεις έχουν εκφραστεί σχετικά με την υπέρμετρη επιβάρυνση των υπηρεσιών αυτών με αυστηρές υποχρεώσεις και κυρώσεις από το νόμο όπως επίσης και με την μετατόπιση της ευθύνης της επιβολής του νόμου από τις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές προς τις υπηρεσίες αυτές (“αυτορρύθμιση”).

Ως αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών, οι διαδικτυακές υπηρεσίες μπορούν να λειτουργούν ως “αστυνομία του διαδικτύου” και να αποφασίζουν τι θα εμφανίζεται και τι όχι στο διαδίκτυο, όχι βάσει του νόμου αλλά των Όρων Χρήσης που η κάθε μία επιβάλει και ακολουθεί.

Οι Όροι Χρήσης της εκάστοτε διαδικτυακής πλατφόρμας αντικατοπτρίζουν το “μοντέλο υπηρεσιών” που αποφασίζουν να παρέχουν δρώντας στα πλαίσια της “επιχειρηματικής ελευθερίας”, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ειδικότερα, το Facebook, όπως και κάθε ιδιωτική επιχείρηση, έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται ελεύθερα και όπως αυτό επιθυμεί την επιχείρησή του. Ένα κομμάτι αυτής της διαχείρισης αποτελούν και οι προκαθορισμένοι Όροι Χρήσης της ιστοσελίδας, η αποδοχή των οποίων συνιστά τυπική προϋπόθεση για την εγγραφή των χρηστών.

Η ύπαρξη των όρων χρήσης στο διαδίκτυο όχι μόνο είναι εύλογη, αλλά καθίσταται και απαραίτητη, για παράδειγμα σε περιστατικά υποκίνησης μίσους, βίας και τέλεσης εγκλημάτων.

Το ερώτημα όμως είναι μέχρι πού φτάνει η επιχειρηματική ελευθερία και πού αρχίζει ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης.

Σε αρκετές περιπτώσεις παράνομου περιεχομένου ή δραστηριότητας η απόφαση φαίνεται να είναι σχετικά ευκολότερη, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις περιεχομένου σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως η διάκριση αυτή είναι δυσχερής.

Δεν εξουσιοδοτείται το Facebook, ή το οποιοδήποτε Facebook, να κρίνει και να αποφασίζει σχετικά με πράξεις ή αναρτήσεις για τον παράνομο χαρακτήρα τους. Η απόφαση επί του “παράνομου” γίνεται από τα Δικαστήρια που ορίζουν και τις αντίστοιχες κυρώσεις, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις συκοφαντίας, δυσφήμισης, εξύβρισης ή ακόμα και παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Αντίστοιχους προβληματισμούς είχαμε εκφράσει όσον αφορά στη μεταρρύθμιση της πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της Οδηγίας 2019/790. Το άρθρο 17 της τελευταίας αναθέτει αυστηρές ευθύνες στις πλατφόρμες με σκοπό να τις αποτρέψουν από τη φιλοξενία περιεχομένου που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα, με αντίστοιχη ποινή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ρυθμίσεων αλλά και της γενικότερης αυστηρής μεταχείρισης των διαδικτυακών υπηρεσιών και των υποχρεώσεων τους, είναι φανερό ότι οι τελευταίες ωθούνται στην αυτορρύθμιση, όπως αναφέραμε και παραπάνω, και τείνουν να αφαιρούν αμφιλεγόμενο περιεχόμενο προς αποφυγή δυσμενών κυρώσεων.

Λόγω της εν δυνάμει επικινδυνότητας του περιεχομένου, ορισμένες πλατφόρμες προβαίνουν στη χρήση “φίλτρων” που αναγνωρίζουν το αμφιλεγόμενο περιεχόμενο και είτε ειδοποιούν τον χρήστη που το αναφόρτωσε είτε μπλοκάρουν το περιεχόμενο απευθείας.

Παράλληλα με τη χρήση των μέσων αυτών πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν και ανθρώπινο δυναμικό για τον εντοπισμό και αφαίρεση περιεχομένου.

Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται και από την ανακοίνωση που εξέδωσε η Facebook, η οποία αναφέρει ότι απασχολεί 15.000 επιμελητές περιεχομένου (content moderators), που εδρεύουν σε περιοχές σε όλο τον κόσμο. Όπως μέλος μας είχε αναφέρει και αναδείξει στο παρελθόν, αντίστοιχο κέντρο ελέγχου της Facebook λειτουργεί και στην Ελλάδα.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι τα πρόσφατα περιστατικά με αφορμή τις αναρτήσεις σχετικά με τον Δημήτρη Κουφοντίνα δεν είναι μεμονωμένα ούτε πρωτόγνωρα. Αντίστοιχες τάσεις έχουν παρατηρηθεί σε πληθώρα διαδικτυακών υπηρεσιών και για ποικιλία περιεχομένου και δραστηριότητας.

Πιο συγκεκριμένα, ανά διαστήματα έχουν χαρακτηριστεί ότι παραβιάζουν τους Όρους Χρήσης πίνακες ζωγραφικής ή φωτογραφίες, που απεικονίζουν παιδιά που βιώνουν τη φρίκη του πολέμου, επειδή περιέχουν γυμνό. Αυτές οι πρακτικές εμφανώς δημιούργησαν πλήθος αντιδράσεων, κάνοντας λόγο για λογοκρισία και αυθαίρετη αφαίρεση περιεχομένου.

Η κατάσταση φαίνεται να επαναλαμβάνεται και να οδηγεί πολλούς χρήστες σε αδιέξοδο. Σύμφωνα με πρόσφατες εμπειρίες και καταγγελίες χρηστών, οι μεγάλες διαδικτυακές υπηρεσίες, όχι μόνο αφαιρούν το εκάστοτε αμφιλεγόμενο περιεχόμενο ή απενεργοποιούν λογαριασμούς χρηστών, αλλά προβαίνουν στην πράξη αυτή χωρίς να τους ενημερώνουν και επιπρόσθετα στερώντας τους το δικαίωμα για επικοινωνία και έκκληση για αποκατάσταση.

Η δύναμη αυτή και η αυθαιρεσία από πλευράς των μεγάλων υπηρεσιών φαίνεται ανεξέλεγκτη και η ισχύουσα νομοθεσία μη αποτελεσματική. Πέρα από τις προσπάθειες των Ευρωπαίων νομοθετών να “δαμάσουν” τα θηρία του διαδικτύου μέσα από τομεακή νομοθεσία (π.χ για τα πνευματικά δικαιώματα, για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, για τη σχέση ανάμεσα σε πλατφόρμες και επιχειρήσεις στην ψηφιακή αγορά κ.ο.κ), η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας και η αύξηση χρήσης των υπηρεσιών αυτών τις ενισχύουν και καθιστούν την ισχύουσα νομοθεσία παρωχημένη.

Το έλλειμμα αυτό έχει διαγνωστεί και οι ευρωπαίοί νομοθέτες έχουν κινητοποιηθεί για ακόμη μια φορά.

Τον περασμένο Δεκέμβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την πρότασή της για Κανονισμό (2020/825) σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ, καθώς επίσης και την πρότασή της για Κανονισμό (2020/842) σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (πράξη για τις ψηφιακές αγορές) με στόχο των εκσυγχρονισμό της ισχύουσας νομοθεσίας.

Η πρώτη πρόταση αφορά στην ρύθμιση του πλαισίου κανόνων της ηλεκτρονικής αγοράς, ενώ η δεύτερη εστιάζει σε μεγάλες εταιρείες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο διαδίκτυο, όπως η Facebook, και στην εξασφάλιση ισορροπίας και υγιούς ανταγωνισμού.

Στην πρώτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει “υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για ένα διαφανές και ασφαλές επιγραμμικό περιβάλλον” συμπεριλαμβανομένων, πέρα από την υποχρέωση διαφάνειας, υποχρεώσεων για ορισμό νόμιμων εκπροσώπων, σημείων επικοινωνίας, αλλά και εύκολα προσβάσιμων και κατανοητών όρων χρήσης.

Περαιτέρω, οι επιγραμμικοί πάροχοι οφείλουν να θέτουν σε εφαρμογή μηχανισμούς ειδοποίησης και δράσης “ώστε να διευκολύνουν την υποβολή επαρκώς ακριβών και αρκούντως τεκμηριωμένων ειδοποιήσεων” όσον αφορά σε αμφιλεγόμενο περιεχόμενο.

Οι πάροχοι υποχρεούνται να εξετάσουν την ειδοποίηση και οφείλουν να συνοδεύσουν την εκάστοτε απόφασή τους με σαφή αιτιολόγηση.

Η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί μια θετική εξέλιξη στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής και θέτει ισχυρες βάσεις για τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες ανάμεσα στους ΕυρωπαΪκούς νομοθέτες. Η Homo Digitalis και τα μέλη της θα παρακολουθήσουν στενά τις εξελίξεις.

Εν κατακλείδι, τα τελευταία γεγονότα έφεραν στην επιφάνεια ένα ζήτημα που ούτε είναι καινούριο και ούτε πρόκειται να σταματήσει να μας απασχολεί άμεσα.

Το διαδίκτυο μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε χωρίς τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς. Το μέγεθος των πληροφοριών που αναφορτώνονται και επεξεργάζονται είναι υπέρογκο και  η διαχείρισή τους καθίσταται αρκετά δύσκολη, με αποτέλεσμα οι αλγόριθμοι να αποφασίζουν για το τι θα εμφανιστεί και πώς στον εκάστοτε χρήστη. Όσο εύκολη όμως είναι η μετάδοση του μηνύματος, τόσο εύκολη είναι και η αποσιώπησή του.

Προφανώς, όταν δίνεται εντολή στον αλγόριθμο να διαγράφει αναρτήσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη “Κουφοντίνας”, αυτός θα εκτελεί τη συγκεκριμένη εντολή χωρίς σκέψη, αφού η εταιρεία -εν προκειμένω η Facebook- προβλέπει συγκεκριμένες πολιτικές για τα “Επικίνδυνα άτομα και Οργανώσεις”.

Μία δημοσίευση όμως που απλώς αναφέρεται στο συγκεκριμένο όνομα και δεν περιλαμβάνει κάποια τοποθέτηση υπέρ του, ή ακόμη περισσότερο μία δημοσίευση που τοποθετείται ως προς το ζήτημα της επιβολής του νόμου στη συγκεκριμένη περίπτωση, πώς παραβιάζει ακριβώς τις πολιτικές αυτές;

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το Facebook αποτελεί μία από τις πιο μαζικές πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μετρώντας δισεκατομμύρια χρήστες.

Σήμερα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Facebook όχι μόνο σαν μέσο κοινωνικοποίησης, αλλά και σαν μέσο πληροφόρησης και διάδοσης πληροφοριών. Για το λόγο αυτό, τέτοια περιστατικά προκαλούν αντιδράσεις κάνοντας ολοένα και περισσότερους χρήστες να καταγγέλλουν το Facebook για λογοκρισία.

Επομένως, αυτές οι υπηρεσίες δε γίνεται να εναποθέτουν τον έλεγχο του περιεχομένου της πλατφόρμας μόνο σε συστήματα τεχνητής νοημοσύνης (“ΑΙ”), αλλά χρειάζεται παράλληλα -ειδικά για διφορούμενα περιστατικά- η ανθρώπινη παρέμβαση, έχοντας κατάλληλη εκπαίδευση και γνώσεις όσον αφορά τους όρους χρήσης και τους νόμους.

Έτσι, θα μπορεί ο έλεγχος να γίνεται σε ένα επίπεδο πιο ουσιαστικό και να μην αρκείται σε μία λέξη μόνο ή σε μία φωτογραφία με γυμνό, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαφάνεια όλης της διαδικασίας αφαίρεσης περιεχομένου και επιβολής περιορισμών.

Τέλος, θα μπορούσε να προβλεφθεί η υποχρέωση ειδοποίησης του χρήστη, τόσο ως προς το “παράνομο” περιεχόμενο όσο και ως προς τα δικαιώματά του, και η παροχή ικανοποιητικού χρονικού διαστήματος για αντίδραση αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούμε ότι ενδέχεται να μειωθούν τα περιστατικά αυθαίρετης αφαίρεσης περιεχομένου.

Όσο προχωράει και εξελίσσεται η τεχνολογία, όσο περισσότερο μπαίνει στις ζωές μας και αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητάς μας, τόσο θα γεννιούνται καινούργια ερωτήματα και ζητήματα, που μέχρι πρότινος είχαμε έτοιμες και απλές απαντήσεις.

Ίσως έχει έρθει η ώρα λοιπόν να απαντήσουμε και στο ερώτημα που τέθηκε προ ημερών: Έχει δικαίωμα το Facebook να λογοκρίνει; Και αν ναι, με ποια κριτήρια; Εγώ ποιά δικαιώματα έχω ενάντια στη λογοκρισία; Πού να απευθυνθώ; Δεν έχουμε παρά να αναμένουμε τις απαντήσεις και τις νέες ρυθμίσεις, όπως αυτές διαπραγματεύονται τη δεδομένη στιγμή από τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ενώ παράλληλα παραμένουμε ενημερωμένοι για τα ψηφιακά μας δικαιώματα.

 

*Η Μιρέλλα Καβαδάκη είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών, ασκούμενη δικηγόρος ΔΣΑ και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ενωσιακού και Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή και ασχολείται με την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την τεχνητή νοημοσύνη.

**Η Αιμιλία Γιβροπούλου είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Κομοτηνής και κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (Internet Law and Policy LLM) από το Πανεπιστήμιο Strathclyde της Γλασκώβης. Ασχολείται ενεργά με την ψηφιακή πολιτική και τη σχέση της με τα ανθρώπινα δικαιώματα με ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία της έκφρασης και την προστασία των προσωπικών δικαιωμάτων και του απορρήτου.