Facial recognition και αντεγκληματική πολιτική: Μια βεβιασμένη συνύπαρξη

Γράφουν οι Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης* και Κωνσταντίνος Κακαβούλης

 

Το ζήτημα της ασφάλειας στον δημόσιο χώρο αποτελεί προτεραιότητα κάθε έννομης τάξης, καθιστώντας την έγκαιρη πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος αναπόσπαστο κομμάτι της ημερήσιας διάταξης.

Η ανάδυση νέων μορφών και διαύλων εγκληματικότητας και η χρήση της τεχνολογίας για εγκληματικούς σκοπούς, ωθεί τα όργανα επιβολής του νόμου να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες προκλήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου (facial recognition) έχει ενταχθεί δυναμικά στο οπλοστάσιο της αστυνομίας διεθνώς, ευελπιστώντας πώς θα αποτελέσει έναν ακόμα σύμμαχο στον αγώνα κατά του εγκλήματος.

Συνοπτικά, η τεχνολογία facial recognition συλλέγει σε πραγματικό χρόνο τα βιομετρικά χαρακτηριστικά του προσώπου και με τη βοήθεια ενός εξειδικευμένου αλγόριθμου επιχειρεί να τα ταυτοποιήσει με φωτογραφίες που βρίσκονται αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων.

Η εν λόγω διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη και όλες οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται από έναν υπολογιστή. Τι μπορεί να πάει άραγε λάθος;

Οι ιστορίες των Robert Williams και Michael Oliver είναι ενδεικτικές.

Ο Robert Williams, ένας Αφροαμερικανός κάτοικος του Detroit, συνελήφθη στα τέλη Ιουνίου στην είσοδο του σπιτιού του, μπροστά στις δύο ανήλικες κόρες του, χωρίς κανείς να μπορεί να του αναφέρει τον λόγο.

Στο αστυνομικό τμήμα ενημερώθηκε πως θεωρείται ύποπτος για την ληστεία ενός καταστήματος το 2018, καθώς το πρόσωπό του ταυτοποιήθηκε με ένα απόσπασμα από την κάμερα ασφαλείας του καταστήματος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ταυτοποίηση έγινε με βάση μια παλιά φωτογραφία από δίπλωμα οδήγησης. Μετά από τριάντα ώρες κράτησης, ο Robert Williams αφέθηκε τελικά ελεύθερος.

Η κυνική ομολογία των αστυνομικών του Detroit είναι αφοπλιστική: «ο υπολογιστής μάλλον έκανε λάθος».

Ο Williams επέλεξε να δώσει δημοσιότητα στην ιστορία του, δηλώνοντας ότι δεν ξέρει πώς να εξηγήσει σε δύο ανήλικα κορίτσια ότι ο μπαμπάς τους συνελήφθη κατά λάθος μπροστά στα μάτια τους.

Ταυτόχρονα, επεσήμανε πως, μολονότι η δική του περιπέτεια έληξε μέσα σε τριάντα ώρες, «σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που ταλαιπωρούνται πολύ περισσότερο για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εξαιτίας αντίστοιχων λαθών».

Ο Michael Oliver, επίσης Αφροαμερικανός κάτοικος Detroit, αποκάλυψε τη δική του περιπέτεια, αφού πρώτα άκουσε για την ιστορία του Williams.

Τον Ιούνιο του 2019, ο Oliver συνελήφθη από την αστυνομία του Detroit στον δρόμο για τη δουλειά του, με την κατηγορία της κλοπής του iPhone ενός δασκάλου.

Μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του ήταν το καρέ από ένα βίντεο μιας κάμερας ασφαλείας. Το συγκεκριμένο στιγμιότυπο εισήχθη στην εφαρμογή facial recognition της αστυνομίας του Detroit και ο Oliver υποδείχθηκε από το σύστημα ως βασικός ύποπτος.

Σε αντίθεση με τον Williams, η δική του υπόθεση κράτησε πολύ περισσότερο από τριάντα ώρες, καθώς οδηγήθηκε σε δίκη, όπου και τελικά αθωώθηκε τρεις μήνες μετά την σύλληψή του.

Οι παραπάνω ιστορίες προσφέρουν ένα χρήσιμο παράδειγμα για τα όρια και τους κινδύνους της μαζικής χρήσης της τεχνολογίας facial recognition από τις αστυνομικές αρχές.

Είναι εύλογο να αναρωτιέται κάποιος κατά πόσο είναι αρκετό το ταίριασμα μια παλιάς φωτογραφίας από έναν υπολογιστή για την σύλληψη, κι ενδεχομένως την καταδίκη, ενός ανθρώπου.

Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να διερευνηθεί το ζήτημα της ευθύνης σε περίπτωση λανθασμένου αποτελέσματος, καθώς και να αξιολογηθεί το κατά πόσο είναι  πράγματι ουδέτερη η συγκεκριμένη τεχνολογία.

Στους προβληματισμούς αυτούς, καθώς και στο ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε ευθύς αμέσως.

Facial recognition και τεχνολογικοποίηση των διακρίσεων

Αν προσέξει κανείς τις ιστορίες των Robert Williams και Michael Oliver, ένα κοινό χαρακτηριστικό γίνεται αμέσως διακριτό: και οι δύο συλληφθέντες είναι Αφροαμερικανοί.

Σύμφωνα με την έρευνα του National Institute of Standards and Technology (NIST), η χρήση της τεχνολογίας facial recognition έχει ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη αναγνώριση (false positives) ανθρώπων αφρικανικής ή ασιατικής καταγωγής, έως και 100 φορές περισσότερο συγκριτικά με τους λευκούς, ενώ η ομάδα που πλήττεται περισσότερο από false positives είναι οι Αμερικάνοι, ινδιάνικης καταγωγής.

Αντίθετα, η πληθυσμιακή κατηγορία που επωφελείται από το χαμηλότερο ποσοστό λάθους είναι οι λευκοί άντρες μέσης ηλικίας.

Τρία από τα βασικά εργαλεία ψηφιακής αναγνώρισης προσώπων που έχουν αναπτυχθεί από τεχνολογικούς κολοσσούς (Microsoft, IBM, Megvii), δίνουν λάθος αποτελέσματα μία στις τρεις φορές, όταν πρόκειται για την ταυτοποίηση του φύλου μαύρων γυναικών.

Αντίθετα, το ποσοστό λάθος ταυτοποίησης λευκών ανδρών είναι μόλις 1%.

Αντίστοιχα, σε μια δοκιμαστική μελέτη του λογισμικού Rekognition της Amazon, το πρόγραμμα ταυτοποίησε λανθασμένα 28 μέλη του Κογκρέσου με άτομα που είχαν συλληφθεί στο παρελθόν για κάποιο έγκλημα. Οι λάθος ταυτοποιήσεις αφορούσαν  συντριπτικά σε μαύρους και λατίνους.

Ο υψηλός αριθμός false positives σε βάρος των μαύρων αποτελεί επί της ουσίας την τεχνολογικοποίηση των ήδη υφιστάμενων διακρίσεων.

Όσο κι αν τα νούμερα φαντάζουν δυστοπικά, δεν διαφέρουν πολύ σε σχέση με όσα συμβαίνουν στου αμερικανικούς δρόμους μέχρι σήμερα, όπου η πρακτική του racial profiling έχει ως αποτέλεσμα να σταματώνται καθημερινά για έλεγχο από την αστυνομία δυσανάλογα περισσότεροι μαύροι.

Ενδεικτικά, το 2019, σε σύνολο 13.459 ελέγχων στο δρόμο από το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, το 90% αφορούσε σε μαύρους και λατίνους και μόλις το 9% σε λευκούς.

Ως εκ τούτου, η χρήση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου από την αστυνομία  αποτελεί επί της ουσίας τη μεταφορά της διαδεδομένης πρακτικής profiling στον ψηφιακό κόσμο.

Facial recognition και αντεγκληματική πολιτική

Η χρήση της τεχνολογίας facial recognition δεν περιορίζεται στο να ξεκλειδώνουμε με ευκολία το κινητό μας.

Ούτε αφορά μόνο τον έλεγχο του διαβατηρίου μας από την ασφάλεια του αεροδρομίου. Η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου αποτελεί πλέον ένα ισχυρό ερευνητικό και ανακριτικό εργαλείο στα χέρια των αστυνομικών αρχών.

Στις Η.Π.Α., ένα στα τέσσερα αστυνομικά τμήματα έχει πρόσβαση σε εφαρμογές facial recognition με σκοπό την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Αντίστοιχα, το σύστημα ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου της Interpol (IFRS) περιέχει αποθηκευμένες φωτογραφίες προσώπων σε περισσότερες από 160 χώρες.

Ωστόσο, η απουσία στοιχείων για την αποτελεσματικότητα και την πραγματική συμβολή της συγκεκριμένης τεχνολογίας στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι ανησυχητική, ενισχύοντας έτσι τις φωνές που αγωνίζονται υπέρ της απαγόρευσης της χρήσης facial recognition από την αστυνομία.

Χαρακτηριστικά, αναφέρεται πως η χρήση facial recognition δεν έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής στην διαλεύκανση κανενός βαρύτερου ή ειδεχθούς εγκλήματος, παρά μόνο στην εξιχνίαση μικροπαραβάσεων και κλοπών.

Απουσία ρυθμιστικού πλαισίου

Ακόμα κι αν κάποιος δεν υποστηρίζει την καθολική κατάργηση της χρήσης facial recognition από την αστυνομία, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει την ανάγκη θεσμοθέτησης ενός κανονιστικού πλαισίου που θα συμβάλει στην ενίσχυση της διαφάνειας.

Χαρακτηριστικά, η Amazon, της οποίας το λογισμικό ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου Rekognition χρησιμοποιείται από πολλά αστυνομικά τμήματα ανά τον κόσμο, αναγνώρισε πως η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου για τις εφαρμογές facial recognition είναι μείζονος σημασίας.

Μάλιστα,  σε σχετική δήλωση, τον Ιούνιο του 2020, ανακοίνωσε ότι θα παύσει την παροχή υπηρεσιών facial recognition σε αστυνομικές αρχές για ένα χρόνο, με σκοπό να ωθήσει τα κράτη να δημιουργήσουν ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για την ηθική χρήση της τεχνολογίας.

Παράλληλα, η εφαρμογή Clearview AI αποτελεί την πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη εφαρμογή από τα όργανα επιβολής του νόμου παγκοσμίως, διαθέτοντας μία βάση δεδομένων με περισσότερες από 3 δισεκατομμύρια εικόνες προσώπου, οι οποίες έχουν συλλεχθεί από μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η εν λόγω εφαρμογή βασίζεται στη χρήση τεχνολογίας facial recognition και δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη να ανεβάσει τη φωτογραφία ενός ατόμου στην εφαρμογή και να επιτύχει την αναγνώριση και σύνδεση του με τους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Σύμφωνα με διεθνή ειδησεογραφικά μέσα, περισσότερες από 600 αστυνομικές αρχές παγκοσμίως κάνουν χρήση της εν λόγω εφαρμογής.

Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, σε επιστολή του προς τη Homo Digitalis, αρνήθηκε τη χρήση της εφαρμογής από την Ελληνική Αστυνομία.

Σε διεθνές επίπεδο, αυξάνονται οι αντιδράσεις απέναντι στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής, ενώ εισαγγελικές έρευνες έχουν ξεκινήσει σε Καναδά, Αυστραλία και Αγγλία. Μάλιστα, στον απόηχο των εισαγγελικών ερευνών, η Clearview αποφάσισε να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών της προς την καναδική αστυνομία.

Γίνεται σαφές πως οι εφαρμογές facial recognition δεν είναι ακόμα σε θέση να προσφέρουν απολύτως ασφαλή αποτελέσματα.

Ο υψηλός αριθμός λανθασμένων ταυτοποιήσεων και η σύλληψη αθώων πολιτών δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως παράπλευρη απώλεια της χρήσης μια τεχνολογικής εφαρμογής.

Μάλιστα, φαίνεται πως ακόμα και οι εταιρίες που αποκομίζουν οικονομικό όφελος από την ανάπτυξη και τη χρήση των συγκεκριμένων εφαρμογών, πλέον παρουσιάζουν σημαντικούς ενδοιασμούς στην παροχή των υπηρεσιών τους, ζητώντας από τα κράτη να προβούν στη θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου που θα προστατεύει τους πολίτες από τη λανθασμένη χρήση της τεχνολογίας.

Προς το παρόν, ούτε η τεχνολογία ούτε το ρυθμιστικό πλαίσιο για την εφαρμογή της δείχνουν ικανά να εγγυηθούν την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Η χρήση εφαρμογών facial recognition από τις αστυνομικές αρχές πρέπει να περιμένει.

 

*Ο Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης είναι δικηγόρος και υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Φιλοσοφία Δικαίου από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ποινική Δικαιοσύνη (Criminal Justice MSc) από το Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι τακτικό μέλος της Homo Digitalis.


H Homo Digitalis στο Inside Story για το Smart Policing

Την Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020 δημοσιεύθηκε άρθρο της δημοσιογράφου Ελευθερίας Τσαλίκη στο Inside Story με τίτλο “Smart Policing: Θα φέρει η Έξυπνη Αστυνόμευση την αναγνώριση προσώπων στην Ελλάδα;

Στο άρθρο της, η δημοσιογράφος αναλύει ιδιαίτερα τη σύμβαση μεταξύ Ελληνικής Αστυνομίας και Intracom Telecom για την ανάπτυξη και χρήση εφαρμογής αναγνώρισης προσώπου από τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας.

Ο συνιδρυτής της Homo Digitalis, Κωνσταντίνος Κακαβούλης, μίλησε στη δημοσιογράφο για τα προβλήματα που ανακύπτουν και τους λόγους που καθιστούν τη χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας ιδιαίτερα δύσκολη την παρούσα στιγμή.

Παράλληλα ο κ. Γεώργιος Ρουσόπουλος, ειδικός επιστήμονας-ελεγκτής της ΑΠΔΠΧ και Δρ Μηχανικός Η/Υ και Πληροφορικής, ανέλυσε τη θέση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων στο θέμα. Σύμφωνα με τον κ. Ρουσόπουλο, η ΑΠΔΠΧ εξετάζει τη σύμβαση κατόπιν του αιτήματος της Homo Digitalis.

Ευχαριστούμε θερμά τη δημοσιογράφο Ελευθερία Τσαλίκη και το Inside Story για το ενδιαφέρον τους στις απόψεις και τις δράσεις της Homo Digitalis.


Ψηφιακή αναγνώριση προσώπου: μια διεθνής χαρτογράφηση

Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης*

Ας σκεφτούμε το εξής σενάριο:

περιδιαβαίνοντας μια καθημερινή ειρηνική ημέρα τον αστικό ιστό, αστυνομικές αρχές που είναι τοποθετημένες ανά οικοδομικό τετράγωνο μας ζητούν επιτακτικά την επίδειξη του δελτίου ταυτότητάς μας για την εξακρίβωση των στοιχείων μας, προκειμένου να έχουμε την δυνατότητα να κινηθούμε μέσα στην πόλη. Ανά λίγες δεκάδες μέτρα διενεργείται έλεγχος… 

Αναμφίβολα μια τέτοια τακτική θα εξέγειρε εκτεταμένες (και δικαίως) αντιδράσεις από ενώσεις πολιτών και ακτιβιστές που προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες, ενώ ίσως θα προκαλoύσε οξύτατη πολιτικοϊδεολογική αντιπαράθεση με κύριο διακύβευμα τα περί «αστυνομικού κράτους», «κράτους πρόληψης», «κράτους ασφάλειας».

Τι θα λέγαμε, όμως, αν διαπιστώναμε ότι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει πολύ πιο αθόρυβα, αόρατα και εξ αποστάσεως, μακράν πιο αποτελεσματικά και με άπειρες μη αντιληπτές εν πρώτοις επιπτώσεις για την ελευθερία του προσώπου;

Ο λόγος περί της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου (facial recognition), μιας τεχνολογίας, που ναι μεν ξεκίνησε πειραματικά από την δεκαετία του ’60, πλην όμως τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια έχει διεισδύσει σε πάμπολες πτυχές των καθημερινών μας δραστηριοτήτων: από το ξεκλείδωμα του υπολογιστή και του «έξυπνου» τηλεφώνου μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την εύρεση αγνοουμένων προσώπων έως τον έλεγχο κατά την είσοδο στον εργασιακό χώρο, την αστυνόμευση σε αεροδρόμια και λοιπούς δημοσίους χώρους και την πρόσβαση στον τραπεζικό μας λογαριασμό.

Η λειτουργία αυτής της ψηφιακής τεχνολογίας έχει να κάνει με τον υπολογισμό μέσω βιντεοκαμερών (CCTV) της γεωμετρίας του ανθρωπίνου προσώπου, καθώς σε ασύλληπτες ταχύτητες και με την χρήση αλγορίθμων υπολογίζεται η απόσταση μεταξύ των ματιών, το μήκος του μετώπου ή το σχήμα της κάτω γνάθου για την δημιουργία μιας μοναδικής ψηφιακής ταυτότητας προσώπου, η οποία με την σειρά της αντιπαραβάλλεται με αντίστοιχες ταυτότητες αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων.

Πρόσφατη, εξαιρετικής σημασίας έρευνα, χαρτογραφεί την εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα. Ως προς την χρήση της λοιπόν από τους κρατικούς μηχανισμούς, και δη από τις αρχές επιβολής της τάξης, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου σε τακτική βάση αφορά το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, ήδη 98 χώρες έχουν θέσει σε λειτουργία κάμερες που ενσωματώνουν και την ψηφιακή αναγνώριση προσώπου, ενώ σε άλλες 12 η χρήση της έχει εγκριθεί και αναμένεται η πρακτική της εφαρμογή.

Στις Η.Π.Α. ήδη από το 2016 έρευνα έχει καταδείξει ότι οι μισοί ενήλικες πολίτες  έχουν καταγραφεί σε κάποιο δίκτυο ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου, ενώ το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας (Department of Homeland Security) εντός του 2019 ανακοίνωσε ότι σκοπεύει έως το 2023 να καταγράφει τα πρόσωπα των επιβατών στα αεροπλάνα, σχεδόν στην ολότητά τους (97%). Στατιστική μελέτη του Pew Research Center από την άλλη έχει αναδείξει ότι το 59% των αμερικανών πολιτών αποδέχονται την χρήση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου στο πλαίσιο της ασφάλειας και της αντεγκληματικής πολιτικής. Νοτιότερα στο σύνολο των κρατών της Νότιας Αμερικής η χρήση της τεχνολογίας αγγίζει το 92%, καθώς συνδέθηκε με μεγάλες αστυνομικές επιτυχίες, όπως την σύλληψη ενός από τους πλέον καταζητούμενους εγκληματίες στην Βραζιλία.

Στην Μέση Ανατολή καθώς και στην κεντρική και ανατολική Ασία η κατάσταση, κατά την έρευνα, είναι αντίστοιχη με το πρόσθετο χαρακτηριστικό ότι εδώ η εφαρμογή της τεχνολογίας λαμβάνει χώρα και για λόγους εθνικής άμυνας λόγω ορισμένων ανοιχτών εμπόλεμων ζωνών.

Η Κίνα, πρωτοπόρος στις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες, διαθέτει πλέον εγκατεστημένη μία κάμερα κλειστού κυκλώματος για κάθε 12 πολίτες της, ενώ χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα καυχώνται για την επιτυχημένη χρήση της τεχνολογίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και την επιβολή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και καραντίνας.

Στον αντίποδα των ανωτέρω βρίσκεται η αφρικανική ήπειρος, όπου προς το παρόν η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου λειτουργεί μόνο στο 20% των κρατών της στα οποία έχει αναπτύξει δραστηριότητες ο κινεζικός ψηφιακός κολοσσός της Huawei. Στην Τανζανία πάντως αυτήν την στιγμή πραγματοποιούνται πειράματα για χρήση της τεχνολογίας για την ταυτοποίηση σκύλων που έχουν εμβολιαστεί για λύσσα, ενώ η Κένυα ισχυρίζεται ότι περιόρισε σχεδόν στο μισό την εγκληματικότητά της λόγω της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου. Δεδομένων των ραγδαίων πάντως εξελίξεων και την ταχύτατη διείσδυση των παγκόσμιων ψηφιακών εταιρειών στην Αφρική, πολύ σύντομα η εφαρμογή της τεχνολογίας από τα κράτη θα επεκταθεί σε ανάλογα ποσοστά με την Αμερική και την Ασία.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, που διαθέτει μια παράδοση στην προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων και οι πολίτες έχουν οξυμένη ευαισθησία της κοινωνίας των πολιτών στα ζητήματα των συνταγματικών ελευθεριών, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου χρησιμοποιείται από 26 κράτη!

Μόνον στην γαλλική πόλη Nice υπάρχει μια βιντεοκάμερα για κάθε 342 πολίτες, ενώ -πάντα σύμφωνα με την έρευνα- χρήση της τεχνολογίας κάνει και η Ελλάδα. Μάλιστα σχετικά πρόσφατα η Homo Digitalis απηύθηνε επιστολή προς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που αφορούσε πιθανή χρήση της δυσώνυμης πλέον εφαρμογής Clearview AI από την ελληνική αστυνομία σχετικά με την οποία έχει ξεσπάσει σάλος στις Η.Π.Α. Στην επίσημη απάντηση το Υπουργείο αρνείται κατηγορηματικά την χρήση της εν λόγω αμφιλεγόμενης τεχνολογίας ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου. Εντός του Μαΐου η European Digital Rights απέστειλε έκκληση προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την απαγόρευση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου και άλλων τεχνολογιών επεξεργασίας βιομετρικών δεδομένων σε δημόσιους χώρους, ενώ μέχρι στιγμής μόνο το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (μαζί με το Μαρόκο είναι τα μόνο τρία κράτη σε διεθνή εμβέλεια που επέβαλαν απαγόρευση) έχουν προβεί σε απαγορευτική νομοθετική ρύθμιση.

Κάπως έτσι έχει διαμορφωθεί σε διεθνές πλαίσιο η εξάπλωση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου προκαλώντας αναμφίβολα έντονες ανησυχίες στις κοινωνίες. Οι δημοκρατικές ελευθερίες περιλαμβάνουν το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι, την ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού τα οποία βρίσκονται στο απόσπασμα λόγω της μαζικής βιομετρικής επιτήρησης του δημόσιου χώρου. Ίσως τμήμα όσων εκφράζουν επιφυλάξεις λόγω των κινδύνων που ελλοχεύουν, αναμετρώνται και με την τεχνολογική αιτιοκρατία (ετεραρχία ή ντετερμινισμό, όπως συνηθίζεται πλέον να λέγεται) που θέλει τους τεράστιους ψηφιακούς κολοσσούς να συμπλέουν με ευρύτερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα για την επέκταση των σύγχρονων δυστοπικών τεχνολογιών.

Είναι πάντως ερευνητικά αποδεδειγμένη η ανακρίβεια της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. μια από τις εφαρμογές ταυτοποίησε 28 μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου ως συλληφθέντες για ποινικά αδικήματα). Αυτό μπορεί να έχει βαρύτατες επιπτώσεις για τους θιγέντες, πολλές εκ των οποίων μη επανορθώσιμες.

Επειδή η εν λόγω τεχνολογία καθιστά εκ των προτέρων υπόπτους όλους ανεξαιρέτως, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, η πεμπτουσία του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λόγω της αδιάκριτης ψηφιακής καταγραφής των πολιτών στο δημόσιο χώρο. Θεμελιώδεις αρχές του δικαίου των προσωπικών δεδομένων ενδέχεται να καταπατούνται, όπως η αρχή του περιορισμού του σκοπού της επεξεργασίας, η ελαχιστοποίηση των δεδομένων αλλά και η απαγόρευση ατομικής λήψης αποφάσεων και κατάρτιση ψηφιακού προφίλ βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνάγεται λοιπόν ότι η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου ίσως ναρκοθετεί θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατικής κοινωνίας.

Ο περιορισμός του δημόσιου χώρου μέσω της ψηφιακής επιτήρησης, που τείνει να εξαπλώνεται, τροποποιεί αναπόδραστα την ισορροπία ισχύος μεταξύ κράτους και κοινωνίας, η οποία διαφοροποιεί τις δημοκρατίες από τα αυταρχικά αστυνομικά κράτη. Αλλά και ειδικά το ανθρώπινο πρόσωπο, ως το «ιερό βήμα» του ανθρωπίνου σώματος, για το οποίο κάποιος στοχαστής είπε ότι αυτό εκφράζεται κάθε στιγμή, σε αντίθεση με το στόμα που επιλέγει πότε θα μιλήσει, όταν υπόκειται στους «νόμους» των αλγορίθμων και της τεχνητής νοημοσύνης είναι φυσικό να προκαλεί ανυπολόγιστους κινδύνους για την ελευθερία του προσώπου.

Είμαστε, άραγε, έτοιμοι να τους παραβλέψουμε τόσο αψήφιστα;

*O Νικόδημος Καλλιντέρης είναι νομικός με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο (ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου Νομικής ΕΚΠΑ) και Υποψήφιος Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου. Πεδία έρευνας και ενδιαφέροντος του αποτελούν το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things) καθώς και οι τεχνολογίες Βig Data, Machine Learning και η Tεχνητή Nοημοσύνη.