"Σκέφτομαι και γράφω" στο Facebook

Μια ματιά στα τελευταία περιστατικά λογοκρισίας στο διαδίκτυο και στα ερωτήματα που αναδύονται από αυτά

Γράφουν οι Μιρέλλα Καβαδάκη* και Αιμιλία Γιβροπούλου**

 

Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει παρατηρηθεί ότι το Facebook προβαίνει σε μία σειρά μέτρων, όπως η αφαίρεση δημοσιεύσεων ορισμένων χρηστών ή ο περιορισμός χρήσης του μέσου.

Η πρακτική αυτή από πλευράς Facebook έχει ως κοινό παρονομαστή την αναφορά στις δημοσιεύσεις ενός συγκεκριμένου ονόματος: του Δημήτρη Κουφοντίνα. Πιο συγκεκριμένα, ενώ για το ζήτημα της απεργίας πείνας του εν λόγω προσώπου έχει τοποθετηθεί και έχει λάβει θέση πλήθος κόσμου και θεσμικών φορέων), το Facebook επέβαλε αυτούς τους περιορισμούς σε αρκετούς χρήστες που μίλησαν για το θέμα, μεταξύ αυτών δημοσιογράφοι, δικηγόροι και καλλιτέχνες.

Μετά την αντίδραση του κόσμου και την πληθώρα των περιστατικών, που αφορούσαν διάφορους περιορισμούς σε χρήστες, η Facebook εξέδωσε ανακοίνωση αναγνωρίζοντας ουσιαστικά όχι μόνο το λάθος της, αλλά και τα ελλείμματα, που αναδείχθηκαν ως προς τον έλεγχο του περιεχομένου (content moderation) που ακολουθεί.

Να υπενθυμίσουμε, ότι πριν από λίγες μόνο ημέρες μεγάλη αναστάτωση είχε εκδηλωθεί, κυρίως από τομέα της τέχνης σχετικά με το Άρθρο 8 του Νόμου 4779/2021, ο οποίος αφορά στην ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2018/1808 σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων.

Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι “Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου.

Με άλλα λόγια, υπηρεσίες, όπως το Facebook αλλά και οποιαδήποτε μικρότερη υπηρεσία στο διαδίκτυο, απαγορεύεται να φιλοξενεί αντίστοιχο περιεχόμενο, με τις κυρώσεις του Άρθρου 36 να επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Αντίστοιχοι προβληματισμοί δημιουργήθηκαν επίσης όταν το Twitter με απόφασή του έκλεισε προσωρινά τον λογαριασμό του απερχόμενου Αμερικανού Προέδρου Donald Trump “λόγω του κινδύνου περαιτέρω υποκίνησης βίας” και αντιδημοκρατικών πράξεων, κάτι που απαγορεύεται από τους όρους χρήσης της υπηρεσίας.

Πέρα από τις διάφορες απόψεις επί του προσώπου και των απόψεων του πρώην προέδρου, η απόφαση απενεργοποίησης ενός λογαριασμού χρήστη και η αφαίρεση του δικαιώματος έκφρασης μέσω αυτού γεννά πολλά ερωτήματα γύρω από την δύναμη της εκάστοτε διαδικτυακής υπηρεσίας.

Το θέμα αυτό δεν είναι καινούριο. Τα τελευταία χρόνια πολλές φωνές από την κοινωνία των πολιτών και όχι μόνο, εκφράζουν την ανησυχία τους σχετικά με την δύναμη των διαδικτυακών πλατφόρμων και την αυθαιρεσία αυτών.

Επιπρόσθετα, έντονες αντιδράσεις έχουν εκφραστεί σχετικά με την υπέρμετρη επιβάρυνση των υπηρεσιών αυτών με αυστηρές υποχρεώσεις και κυρώσεις από το νόμο όπως επίσης και με την μετατόπιση της ευθύνης της επιβολής του νόμου από τις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές προς τις υπηρεσίες αυτές (“αυτορρύθμιση”).

Ως αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών, οι διαδικτυακές υπηρεσίες μπορούν να λειτουργούν ως “αστυνομία του διαδικτύου” και να αποφασίζουν τι θα εμφανίζεται και τι όχι στο διαδίκτυο, όχι βάσει του νόμου αλλά των Όρων Χρήσης που η κάθε μία επιβάλει και ακολουθεί.

Οι Όροι Χρήσης της εκάστοτε διαδικτυακής πλατφόρμας αντικατοπτρίζουν το “μοντέλο υπηρεσιών” που αποφασίζουν να παρέχουν δρώντας στα πλαίσια της “επιχειρηματικής ελευθερίας”, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ειδικότερα, το Facebook, όπως και κάθε ιδιωτική επιχείρηση, έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται ελεύθερα και όπως αυτό επιθυμεί την επιχείρησή του. Ένα κομμάτι αυτής της διαχείρισης αποτελούν και οι προκαθορισμένοι Όροι Χρήσης της ιστοσελίδας, η αποδοχή των οποίων συνιστά τυπική προϋπόθεση για την εγγραφή των χρηστών.

Η ύπαρξη των όρων χρήσης στο διαδίκτυο όχι μόνο είναι εύλογη, αλλά καθίσταται και απαραίτητη, για παράδειγμα σε περιστατικά υποκίνησης μίσους, βίας και τέλεσης εγκλημάτων.

Το ερώτημα όμως είναι μέχρι πού φτάνει η επιχειρηματική ελευθερία και πού αρχίζει ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης.

Σε αρκετές περιπτώσεις παράνομου περιεχομένου ή δραστηριότητας η απόφαση φαίνεται να είναι σχετικά ευκολότερη, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις περιεχομένου σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως η διάκριση αυτή είναι δυσχερής.

Δεν εξουσιοδοτείται το Facebook, ή το οποιοδήποτε Facebook, να κρίνει και να αποφασίζει σχετικά με πράξεις ή αναρτήσεις για τον παράνομο χαρακτήρα τους. Η απόφαση επί του “παράνομου” γίνεται από τα Δικαστήρια που ορίζουν και τις αντίστοιχες κυρώσεις, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις συκοφαντίας, δυσφήμισης, εξύβρισης ή ακόμα και παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Αντίστοιχους προβληματισμούς είχαμε εκφράσει όσον αφορά στη μεταρρύθμιση της πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της Οδηγίας 2019/790. Το άρθρο 17 της τελευταίας αναθέτει αυστηρές ευθύνες στις πλατφόρμες με σκοπό να τις αποτρέψουν από τη φιλοξενία περιεχομένου που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα, με αντίστοιχη ποινή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ρυθμίσεων αλλά και της γενικότερης αυστηρής μεταχείρισης των διαδικτυακών υπηρεσιών και των υποχρεώσεων τους, είναι φανερό ότι οι τελευταίες ωθούνται στην αυτορρύθμιση, όπως αναφέραμε και παραπάνω, και τείνουν να αφαιρούν αμφιλεγόμενο περιεχόμενο προς αποφυγή δυσμενών κυρώσεων.

Λόγω της εν δυνάμει επικινδυνότητας του περιεχομένου, ορισμένες πλατφόρμες προβαίνουν στη χρήση “φίλτρων” που αναγνωρίζουν το αμφιλεγόμενο περιεχόμενο και είτε ειδοποιούν τον χρήστη που το αναφόρτωσε είτε μπλοκάρουν το περιεχόμενο απευθείας.

Παράλληλα με τη χρήση των μέσων αυτών πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν και ανθρώπινο δυναμικό για τον εντοπισμό και αφαίρεση περιεχομένου.

Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται και από την ανακοίνωση που εξέδωσε η Facebook, η οποία αναφέρει ότι απασχολεί 15.000 επιμελητές περιεχομένου (content moderators), που εδρεύουν σε περιοχές σε όλο τον κόσμο. Όπως μέλος μας είχε αναφέρει και αναδείξει στο παρελθόν, αντίστοιχο κέντρο ελέγχου της Facebook λειτουργεί και στην Ελλάδα.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι τα πρόσφατα περιστατικά με αφορμή τις αναρτήσεις σχετικά με τον Δημήτρη Κουφοντίνα δεν είναι μεμονωμένα ούτε πρωτόγνωρα. Αντίστοιχες τάσεις έχουν παρατηρηθεί σε πληθώρα διαδικτυακών υπηρεσιών και για ποικιλία περιεχομένου και δραστηριότητας.

Πιο συγκεκριμένα, ανά διαστήματα έχουν χαρακτηριστεί ότι παραβιάζουν τους Όρους Χρήσης πίνακες ζωγραφικής ή φωτογραφίες, που απεικονίζουν παιδιά που βιώνουν τη φρίκη του πολέμου, επειδή περιέχουν γυμνό. Αυτές οι πρακτικές εμφανώς δημιούργησαν πλήθος αντιδράσεων, κάνοντας λόγο για λογοκρισία και αυθαίρετη αφαίρεση περιεχομένου.

Η κατάσταση φαίνεται να επαναλαμβάνεται και να οδηγεί πολλούς χρήστες σε αδιέξοδο. Σύμφωνα με πρόσφατες εμπειρίες και καταγγελίες χρηστών, οι μεγάλες διαδικτυακές υπηρεσίες, όχι μόνο αφαιρούν το εκάστοτε αμφιλεγόμενο περιεχόμενο ή απενεργοποιούν λογαριασμούς χρηστών, αλλά προβαίνουν στην πράξη αυτή χωρίς να τους ενημερώνουν και επιπρόσθετα στερώντας τους το δικαίωμα για επικοινωνία και έκκληση για αποκατάσταση.

Η δύναμη αυτή και η αυθαιρεσία από πλευράς των μεγάλων υπηρεσιών φαίνεται ανεξέλεγκτη και η ισχύουσα νομοθεσία μη αποτελεσματική. Πέρα από τις προσπάθειες των Ευρωπαίων νομοθετών να “δαμάσουν” τα θηρία του διαδικτύου μέσα από τομεακή νομοθεσία (π.χ για τα πνευματικά δικαιώματα, για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, για τη σχέση ανάμεσα σε πλατφόρμες και επιχειρήσεις στην ψηφιακή αγορά κ.ο.κ), η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας και η αύξηση χρήσης των υπηρεσιών αυτών τις ενισχύουν και καθιστούν την ισχύουσα νομοθεσία παρωχημένη.

Το έλλειμμα αυτό έχει διαγνωστεί και οι ευρωπαίοί νομοθέτες έχουν κινητοποιηθεί για ακόμη μια φορά.

Τον περασμένο Δεκέμβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την πρότασή της για Κανονισμό (2020/825) σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ, καθώς επίσης και την πρότασή της για Κανονισμό (2020/842) σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (πράξη για τις ψηφιακές αγορές) με στόχο των εκσυγχρονισμό της ισχύουσας νομοθεσίας.

Η πρώτη πρόταση αφορά στην ρύθμιση του πλαισίου κανόνων της ηλεκτρονικής αγοράς, ενώ η δεύτερη εστιάζει σε μεγάλες εταιρείες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο διαδίκτυο, όπως η Facebook, και στην εξασφάλιση ισορροπίας και υγιούς ανταγωνισμού.

Στην πρώτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει “υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για ένα διαφανές και ασφαλές επιγραμμικό περιβάλλον” συμπεριλαμβανομένων, πέρα από την υποχρέωση διαφάνειας, υποχρεώσεων για ορισμό νόμιμων εκπροσώπων, σημείων επικοινωνίας, αλλά και εύκολα προσβάσιμων και κατανοητών όρων χρήσης.

Περαιτέρω, οι επιγραμμικοί πάροχοι οφείλουν να θέτουν σε εφαρμογή μηχανισμούς ειδοποίησης και δράσης “ώστε να διευκολύνουν την υποβολή επαρκώς ακριβών και αρκούντως τεκμηριωμένων ειδοποιήσεων” όσον αφορά σε αμφιλεγόμενο περιεχόμενο.

Οι πάροχοι υποχρεούνται να εξετάσουν την ειδοποίηση και οφείλουν να συνοδεύσουν την εκάστοτε απόφασή τους με σαφή αιτιολόγηση.

Η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί μια θετική εξέλιξη στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής και θέτει ισχυρες βάσεις για τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες ανάμεσα στους ΕυρωπαΪκούς νομοθέτες. Η Homo Digitalis και τα μέλη της θα παρακολουθήσουν στενά τις εξελίξεις.

Εν κατακλείδι, τα τελευταία γεγονότα έφεραν στην επιφάνεια ένα ζήτημα που ούτε είναι καινούριο και ούτε πρόκειται να σταματήσει να μας απασχολεί άμεσα.

Το διαδίκτυο μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε χωρίς τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς. Το μέγεθος των πληροφοριών που αναφορτώνονται και επεξεργάζονται είναι υπέρογκο και  η διαχείρισή τους καθίσταται αρκετά δύσκολη, με αποτέλεσμα οι αλγόριθμοι να αποφασίζουν για το τι θα εμφανιστεί και πώς στον εκάστοτε χρήστη. Όσο εύκολη όμως είναι η μετάδοση του μηνύματος, τόσο εύκολη είναι και η αποσιώπησή του.

Προφανώς, όταν δίνεται εντολή στον αλγόριθμο να διαγράφει αναρτήσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη “Κουφοντίνας”, αυτός θα εκτελεί τη συγκεκριμένη εντολή χωρίς σκέψη, αφού η εταιρεία -εν προκειμένω η Facebook- προβλέπει συγκεκριμένες πολιτικές για τα “Επικίνδυνα άτομα και Οργανώσεις”.

Μία δημοσίευση όμως που απλώς αναφέρεται στο συγκεκριμένο όνομα και δεν περιλαμβάνει κάποια τοποθέτηση υπέρ του, ή ακόμη περισσότερο μία δημοσίευση που τοποθετείται ως προς το ζήτημα της επιβολής του νόμου στη συγκεκριμένη περίπτωση, πώς παραβιάζει ακριβώς τις πολιτικές αυτές;

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το Facebook αποτελεί μία από τις πιο μαζικές πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μετρώντας δισεκατομμύρια χρήστες.

Σήμερα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Facebook όχι μόνο σαν μέσο κοινωνικοποίησης, αλλά και σαν μέσο πληροφόρησης και διάδοσης πληροφοριών. Για το λόγο αυτό, τέτοια περιστατικά προκαλούν αντιδράσεις κάνοντας ολοένα και περισσότερους χρήστες να καταγγέλλουν το Facebook για λογοκρισία.

Επομένως, αυτές οι υπηρεσίες δε γίνεται να εναποθέτουν τον έλεγχο του περιεχομένου της πλατφόρμας μόνο σε συστήματα τεχνητής νοημοσύνης (“ΑΙ”), αλλά χρειάζεται παράλληλα -ειδικά για διφορούμενα περιστατικά- η ανθρώπινη παρέμβαση, έχοντας κατάλληλη εκπαίδευση και γνώσεις όσον αφορά τους όρους χρήσης και τους νόμους.

Έτσι, θα μπορεί ο έλεγχος να γίνεται σε ένα επίπεδο πιο ουσιαστικό και να μην αρκείται σε μία λέξη μόνο ή σε μία φωτογραφία με γυμνό, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαφάνεια όλης της διαδικασίας αφαίρεσης περιεχομένου και επιβολής περιορισμών.

Τέλος, θα μπορούσε να προβλεφθεί η υποχρέωση ειδοποίησης του χρήστη, τόσο ως προς το “παράνομο” περιεχόμενο όσο και ως προς τα δικαιώματά του, και η παροχή ικανοποιητικού χρονικού διαστήματος για αντίδραση αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούμε ότι ενδέχεται να μειωθούν τα περιστατικά αυθαίρετης αφαίρεσης περιεχομένου.

Όσο προχωράει και εξελίσσεται η τεχνολογία, όσο περισσότερο μπαίνει στις ζωές μας και αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητάς μας, τόσο θα γεννιούνται καινούργια ερωτήματα και ζητήματα, που μέχρι πρότινος είχαμε έτοιμες και απλές απαντήσεις.

Ίσως έχει έρθει η ώρα λοιπόν να απαντήσουμε και στο ερώτημα που τέθηκε προ ημερών: Έχει δικαίωμα το Facebook να λογοκρίνει; Και αν ναι, με ποια κριτήρια; Εγώ ποιά δικαιώματα έχω ενάντια στη λογοκρισία; Πού να απευθυνθώ; Δεν έχουμε παρά να αναμένουμε τις απαντήσεις και τις νέες ρυθμίσεις, όπως αυτές διαπραγματεύονται τη δεδομένη στιγμή από τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ενώ παράλληλα παραμένουμε ενημερωμένοι για τα ψηφιακά μας δικαιώματα.

 

*Η Μιρέλλα Καβαδάκη είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών, ασκούμενη δικηγόρος ΔΣΑ και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ενωσιακού και Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή και ασχολείται με την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την τεχνητή νοημοσύνη.

**Η Αιμιλία Γιβροπούλου είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Κομοτηνής και κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (Internet Law and Policy LLM) από το Πανεπιστήμιο Strathclyde της Γλασκώβης. Ασχολείται ενεργά με την ψηφιακή πολιτική και τη σχέση της με τα ανθρώπινα δικαιώματα με ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία της έκφρασης και την προστασία των προσωπικών δικαιωμάτων και του απορρήτου.


Ας αντιληφθούμε τα όρια της ελευθερίας μας!

Γράφει η Χριστιάννα Ανδρέου*

Καθημερινά ερχόμαστε ολοένα και περισσότερο σε επαφή με τη λεγόμενη “ψηφιακή επανάσταση”, καθώς η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας έχει γενικευθεί σε τέτοιο βαθμό που έχει παραμερίσει τους παραδοσιακούς τρόπους επεξεργασίας πληροφοριών.

Τρανταχτό παράδειγμα αυτής της γενίκευσης αποτελεί η χρήση της τεχνολογίας μέσα στο χάος της πανδημίας, καθώς η  ψηφιακή διακυβέρνηση αναβαθμίστηκε με πλήθος πρωτοβουλιών προς διευκόλυνση της καθημερινότητας από το σπίτι. Έννοιες όπως τηλεργασία μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας. Όλα πλέον είναι εφικτά με ένα κλικ.

Μέσω του διαδικτύου μας δίνεται η δυνατότητα να βλέπουμε εικόνες και να ακούμε ήχους μετασχηματισμένους στη γλώσσα της ψηφιακής τεχνολογίας, να επεξεργαζόμαστε, να αποθηκεύουμε, να αναπαράγουμε, να μεταβιβάζουμε πληροφορίες για την εργασία μας, για διασκέδαση, για επικοινωνία, για να απολαμβάνουμε έναν μεγάλο όγκο παρεχόμενων υπηρεσιών και φυσικά με μηδενικούς χωροχρονικούς περιορισμούς!

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της κατάργησης των περιορισμών είναι η δυνατότητα εν μέσω της πανδημίας να πραγματοποιούνται επιτυχώς video conferences με συναδέλφους ή συνεργάτες σε όλο το κόσμο εντελώς δωρεάν από την άνεση του σπιτιού μας. Ταυτόχρονα, μπορούμε να επικοινωνούμε με φίλους, συγγενείς, γνωστούς, να απολαμβάνουμε νέα ή παλαιότερα έργα καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η έκφρασή μας τώρα περισσότερο από ποτέ έχει μεταφερθεί από τον πραγματικό κόσμο στο ψηφιακό περιβάλλον.

Ποικιλόμορφος όγκος πληροφοριών, απειρία χρηστών, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα: τρεις βασικοί λόγοι που καθιστούν δύσκολη την επιβολή ορίων στην έκφραση μέσα στο χαοτικό διαδίκτυο∙ «Το διαδίκτυο υπήρξε μια επανάσταση, τόσο για τη λογοκρισία όσο και για την ελεύθερη έκφραση», έγραψε ο Τζο Γκλάνβιλ, και είχε δίκιο.

Στην Υπόθεση Cengiz and Others v. Turkey, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αναγνώρισε ότι το διαδίκτυο έγινε ένα από τα βασικά μέσα άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης μέσω της λήψης και της μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, παρέχοντας συγκεκριμένα εργαλεία που διευκολύνουν τη συμμετοχή σε δράσεις και συζητήσεις πολιτικού και γενικότερου περιεχομένου. Επίσης, η δυνατότητα έκφρασης των χρηστών μέσω περιεχομένου που “γεννούν” οι ίδιοι (user generated content) καθιστά το διαδίκτυο μια πλατφόρμα με πρωτοφανείς δυνατότητες άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

Η εκφορά της γνώμης είναι συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας και καθοριστικό μέσο επικοινωνίας. “Ελευθερία του λόγου” σημαίνει ότι ο καθένας από εμάς ξεχωριστά ή από κοινού με άλλους, μπορεί να εκφράζει απόψεις, ιδέες και σκέψεις χωρίς να τον βαραίνει ο φόβος της αντίρρησης, της λογοκρισίας, ή ακόμα περισσότερο, της νομικής κύρωσης.

Ως συνώνυμη με την ελευθερία λόγου, χρησιμοποιείται και η ελευθερία έκφρασης, μόνο που αυτή περιλαμβάνει επιπροσθέτως και κάθε πράξη αναζήτησης, απόκτησης και μετάδοσης των πληροφοριών. Στο ελληνικό Σύνταγμα, κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 το δικαίωμα έκφρασης, διαδόσεως των στοχασμών προφορικώς, εγγράφως και δια του Τύπου, όχι μόνο του έντυπου, αλλά και του διαδικτυακού Τύπου. Ιδέες, γεγονότα, απόψεις, μηνύματα και εν γένει κάθε τρόπος έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στην ελευθερία της γνώμης εντάσσεται και η ελευθερία της πληροφόρησης στην ενεργητική και την παθητική της μορφή, η οποία απορρέει από το άρθρο 14 και το άρθρο 5 παρ.1 περί ανάπτυξης της προσωπικότητας.

Το 2001 προστέθηκε το άρθρο 5Α που κατοχυρώνει το «δικαίωμα συμμετοχής στη Κοινωνία της Πληροφορίας». Στην παράγραφο 1 καθιερώνεται ένα γενικότερο «δικαίωμα στην πληροφόρηση». Όπως και σε όλα τα λοιπά κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματα, έτσι και κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος στον ψηφιακό κόσμο προηγείται ο άνθρωπος ως αξία.

Αυτό σημαίνει ότι κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που είναι συνυφασμένα με την απόλαυση του διαδικτύου, θα πρέπει να γίνονται σεβαστά από τους χρήστες άλλα δικαιώματα που τυχόν συγκρούονται με αυτό, όπως π.χ. η προστασία προσωπικότητας, της οικογενειακής ζωής και του ιδιωτικού βίου, η προστασία της αξιοπρέπειας ή της τιμής, τα προσωπικά δεδομένα άλλων χρηστών, η παιδική ηλικία, τα συνυφασμένα με την εργασία απόρρητα, όπως το ιατρικό, το δικηγορικό ή το φορολογικό, το δικαίωμα των εργοδοτών να διαφυλάττουν τα επαγγελματικά τους συμφέροντα, ακόμα και υπέρτερα του ατόμου δικαιώματα, όπως είναι η δημόσια τάξη  και ασφάλεια.

Είναι προφανές ότι ένας καθολικός μηχανισμός ελέγχου των αναρτώμενων απόψεων και εκφράσεων δεν μπορεί πολύ αποτελεσματικά να κατασκευαστεί. Άλλωστε, όλες οι διατυπωμένες απόψεις μπορεί να “κριθούν”, εάν θίγουν εμμέσως ή αμέσως, το δικαίωμα άλλου.

Το ΕΔΔΑ έχει κληθεί σε πολλές περιπτώσεις να κρίνει αν η ελευθερία έκφρασης κάποιου προσώπου έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα άλλου προσώπου. Ας δούμε αναλυτικότερα κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.

Σύγκρουση ελευθερίας έκφρασης με επαγγελματικά συμφέροντα

Στην υπόθεση Herbai v. Hungary, ο προσφεύγων στα δικαστήρια της Ουγγαρίας και σε μεταγενέστερο στάδιο στο ΕΔΔΑ, απολύθηκε από την Τράπεζα που εργαζόταν καθώς είχε κατασκευάσει website παροχής επαγγελματικών συμβουλών στον τομέα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού (HR), στο οποίο παρουσιαζόταν και ως “expert”. Ο εργοδότης θεώρησε πως η συμπεριφορά αυτή έθιγε τα επαγγελματικά του συμφέροντα, καθώς οι γνώσεις του προσφεύγοντος είχαν αποκτηθεί αποκλειστικά στο εργασιακό περιβάλλον της Τράπεζας, και ότι έτσι διέρρεαν πολιτικές διαχείρισης της μέσω του διαδικτύου. Ο προσφέυγων ισχυρίστηκε ότι το website και τα άρθρα των οποίων ήταν συντάκτης αποτελούσαν πτυχή του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι δεν έγινε δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα δύο δικαιώματα – αναγνώρισε όμως το ότι ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.

Σύγκρουση ελευθερίας έκφρασης με το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής

Εξαιρετικά ευαίσθητος χώρος και άξιος προστασίας είναι αυτός του οικογενειακού βίου και της οικογενειακής ζωής. Στην Υπόθεση Rolf Anders Daniel Pihl v. Sweden, αναγνωρίστηκε από το ΕΔΔΑ ότι τα εθνικά δικαστήρια τήρησαν δίκαιη ισορροπία. Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος ναζιστικού κόμματος από ανώνυμο σχόλιο που αναρτήθηκε στο website μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Τα σουηδικά δικαστήρια έκριναν ότι οι ιδιοκτήτες της διαδικτυακής πύλης δεν ήταν υπεύθυνοι για την ανάρτηση των ανωνύμων σχολίων, και ότι τα σχόλια αν και προσβλητικά δεν αποτελούσαν, όμως, ρητορική μίσους ή υποκίνηση βίας.

“Δεν φοβάμαι τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Φοβάμαι την έλλειψή τους”, είπε ο Isaac Asimov. Έχουμε αλήθεια φανταστεί πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτούς; Πώς το τόσο εύκολο θα γινόταν πολύ πιο δύσκολο; Αφού μας δόθηκε τόσο απλόχερα αυτός ο αχανής κόσμος, ας τον χρησιμοποιούμε όσο μπορούμε περισσότερο, αλλά με σύνεση. Είμαστε ελεύθεροι να δημοσιεύουμε τη ζωή μας, τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα μας. Να αναρτούμε άρθρα, ακόμα και ολόκληρα βιβλία προκειμένου να τα δει, να τα επεξεργαστεί και να τα μεταδώσει άγνωστος αριθμός χρηστών. Τη στιγμή που ασκούμε το δικαίωμά μας, όμως, κάποιο άλλο δικαίωμα, κάποιου άλλου σαν εμάς, μπορεί να θίγεται. Πριν το κάθε μας διαδικτυακό “share”, πριν πατήσουμε το κλικ, ας σκεφτούμε μια ακόμη φορά αν έχουμε προσβάλει κάποια ευαίσθητη πτυχή της ζωής ενός άλλου προσώπου, φυσικού ή νομικού. Σε έναν χώρο όπου οι κανόνες δεν έχουν αναπτύξει ακόμα πλήρως την ρυθμιστική τους ικανότητα, σε έναν χώρο τόσο αχανή και απροσδιόριστο για τον κοινό νου, ας γίνουμε πιο ευσυνείδητοι χρήστες!

*H Χριστιάννα Ανδρέου είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών, ασκούμενη δικηγόρος με τομείς ενδιαφέροντος το Ποινικό Δίκαιο, και συγκεκριμένα το Ηλεκτρονικό και Οικονομικό Έγκλημα και τη προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο διαδίκτυο.